Για την περαιτέρω πώληση ποσοστού του ΟΤΕ στη γερμανική Deutsche Telekom, στο παρά πέντε της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, βάζει ο επίτροπος για θέματα Εσωτερικής Αγοράς της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μισέλ Μπαρνιέ.
Βόμβα για την περαιτέρω πώληση ποσοστού του ΟΤΕ στη γερμανική Deutsche Telekom, στο παρά πέντε της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, βάζει ο επίτροπος για θέματα Εσωτερικής Αγοράς της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μισέλ Μπαρνιέ.
Ο επίτροπος θεωρεί ότι η πώληση από τη Ν.Δ. των μετοχών που κατείχε το Δημόσιο στον ΟΤΕ το 2008 στη γερμανική Deutsche Telekom εξακολουθεί να ελέγχεται για παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας.
Η εκκρεμότητα αυτή επηρεάζει και τη νέα πώληση του 10% των μετοχών του οργανισμού στους Γερμανούς, όπως προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Συγκεκριμένα, όπως αποκάλυψε χθες ο γάλλος επίτροπος, «ήδη η Κομισιόν έχει αποστείλει προειδοποιητική επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση στις 19 Μαρτίου 2010», με την οποία ενημερώνει την Ελλάδα ότι ο τρόπος που επιλέχτηκε για να υλοποιηθεί η αρχική αγοραπωλησία του ΟΤΕ, εκτιμάται από την έως τώρα έρευνα ότι παραβιάζει την κοινοτική οδηγία 2004/25/ΕΚ.
Ειδικότερα ο κ. Μπαρνιέ, αναφερόμενος στην αγοραπωλησία που έγινε το 2008 σε σχετική απάντησή του προς τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Χουντή, μεταξύ των άλλων επισημαίνει: «Οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς και ιδίως οι διατάξεις που αφορούν την υποχρεωτική προσφορά, την προστασία των μειοψηφούντων μετόχων και την ισότιμη μεταχείριση των μετόχων, φαίνεται να μην έχουν εφαρμοστεί ορθά, ενώ και η δυνατότητα των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από τις εν λόγω διατάξεις, εκτιμάται ότι έχει ερμηνευθεί κατά τρόπο πολύ διασταλτικό».
Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ζήτημα της δημόσιας προσφοράς από την Deutsche Τelekom προς τους περίπου 104.000 μικρομετόχους του ΟΤΕ εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό, καθώς ο σχετικός έλεγχος που αφορά την προστασία και την ισότιμη μεταχείριση των μετόχων στην υπόθεση αγοραπωλησίας του ΟΤΕ δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει ο κ. Μπαρνιέ, «οι συζητήσεις της Κομισιόν με τις ελληνικές Αρχές διεξάγονται, με δεδομένη την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και την πολυπλοκότητα των υπό εξέταση θεμάτων».