Σε νέες σύγχρονες εγκαταστάσεις συνολικής επιφάνειας 6.726 τ.μ. στο Περιστέρι, λειτουργεί εδώ και περίπου ένα μήνα η Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ., η οποία χαρακτηρίζεται ως μία «μίνι ΕΥΠ» στην οποία έχει ποντάρει πολλά η πολιτική και φυσική ηγεσία του Σώματος.
Ρεπορτάζ από το Έθνος της Κυριακής
Η υπηρεσία «μετακόμισε» από τον 8ο όροφο της ΓΑΔΑ, καθώς κρίθηκε ότι η αυτοτελής Διεύθυνση, η οποία υπάγεται απευθείας στον αρχηγό της Αστυνομίας, πρέπει να αναβαθμιστεί κτιριακά αλλά και λειτουργικά.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, η μετακόμιση θα φέρει σύντομα διπλασιασμό των επιχειρησιακών της δυνατοτήτων, που αφορούν κυρίως σε παρακολουθήσεις τηλεφώνων και επεξεργασία στοιχείων.
Λόγω της «ευαίσθητης» αποστολής της, η μετεγκατάσταση έγινε χωρίς να ανακοινωθεί, ενώ ακόμα και η εταιρία που ανέλαβε τη μετακόμιση υπέγραψε, σύμφωνα με πληροφορίες του «Έθνους» της Κυριακής, «σύμφωνο εμπιστευτικότητας». Όπως αναγράφεται στη σχετική σύμβαση, η εταιρία έχει την υποχρέωση να χειριστεί τη μεταφορά «με πλήρη εμπιστευτικότητα και απόλυτη εχεμύθεια για όλα τα στοιχεία που θα έρθουν σε γνώση της κατά την εκτέλεση του έργου. Να κρατάει μυστική κάθε πληροφορία που περιέρχεται στην αντίληψή της και να μην αποκαλύπτει τέτοιες πληροφορίες σε τρία πρόσωπα. Η υποχρέωση αυτή συνεχίζει να ισχύει και μετά την περαίωση του έργου». Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στη μεταφορά του αρχείου της υπηρεσίας, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των σέρβερ.
Το κτίριο του Περιστερίου περιγράφεται ως σύγχρονο και ως απόλυτα ασφαλές, καθώς είναι περικυκλωμένο από καινούργιες –περιστρεφόμενες- κάμερες ασφαλείας. Οι χώροι κύριας χρήσης είναι 3.338 τ.μ. και οι βοηθητικοί χώροι 3.338 τ.μ. Σε αντίθεση με τα δεδομένα αυτά, ιδιαίτερα περιορισμένος ήταν ο χώρος στη ΓΑΔΑ, όπου είχε τη βάση της η υπηρεσία μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει η υποδομή για την υποστήριξη των ηλεκτρονικών συστημάτων και έτσι να μην μπορεί να εκτελεστεί ο μεγάλος όγκος των παρακολουθήσεων, που γίνονται μετά από εισαγγελικές διατάξεις.
Η ΔΙ.Δ.Α.Π., όπως εξηγούν αστυνομικές πηγές, παρέχει «αυτονομία» στην ΕΛ.ΑΣ. στο κομμάτι των παρακολουθήσεων. Αυτό έγινε σταδιακά. Ξεκίνησε το 2014 με την ίδρυσή της και με την πάροδο του χρόνου η «αυτονομία» ενισχύονταν. Μετά την μετεγκατάσταση ο στόχος απόκτησης «αυτάρκειας» εκτιμάται ότι ολοκληρώθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μεγάλες υποθέσεις, όπως είναι οι απαγωγές υψηλών προσώπων, δεν απαιτείται πλέον στο κομμάτι των παρακολουθήσεων η συνδρομή της ΕΥΠ, όπως γινόταν στο παρελθόν.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της απαγωγής του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη τον περασμένο Μάρτιο στην Κρήτη. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη απαγωγή που εξιχνιάστηκε χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει ο «κοριός» της ΕΥΠ, καθώς οι νόμιμες συνακροάσεις έγιναν αποκλειστικά από τη ΔΙ.Δ.Α.Π. (όπως φαίνεται και στην πολυσέλιδη δικογραφία της υπόθεσης).
«Οι ελληνικές Αρχές προσαρμόζονται στα ευρωπαϊκά δεδομένα αναβαθμίζοντας τα συστήματα επισυνδέσεων και τα συστήματα επεξεργασίας και διασταύρωσης στοιχείων. Αυτό γίνεται μέσω σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού και λογισμικών που έχουν αποκτηθεί –μεταξύ άλλων- με ευρωπαϊκά κονδύλια από το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας. Οι απαιτήσεις στα ζητήματα ασφαλείας αυξάνονται και από την Ευρώπη, λόγω της διεθνούς τρομοκρατίας. Η Ελλάδα πρέπει να μπορεί να ανταποκριθεί. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της δημιουργίας μητρώου επιβατών για τις αεροπορικές πτήσεις, έργο στο οποίο θα βοηθήσει καθοριστικά η ΔΙ.Δ.Α.Π.», εξηγεί αρμόδια πηγή.
Η αλλαγή έδρας της υπηρεσίας συνοδεύτηκε και από αλλαγή διοίκησης. Και αυτό διότι στις ετήσιες τακτικές κρίσεις των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. που ολοκληρώθηκαν πριν από μία εβδομάδα, ο μέχρι πρότινος επικεφαλής της υπηρεσίας, Αθανάσιος Κοκκαλάκης μετακινήθηκε στην Ασφάλεια Αττικής και τη θέση του πήρε ο αστυνομικός διευθυντής, Νίκος Τσέτσικας, που μετακινήθηκε από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Βορειοανατολικής Αττικής, όπου υπηρετούσε.
Η ΔΙ.Δ.Α.Π. εποπτεύεται από ανώτερο Εισαγγελικό Λειτουργό και από Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, προκειμένου να μην υπάρχουν «σκιές» στις παρακολουθήσεις. Για να συμβεί αυτό, όπως εξηγούν στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση στο «άνοιγμα» τηλεφώνων, ενώ επιβάλλεται αυστηρός έλεγχος από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
Υπερσύγχρονα λογισμικά
Ο ρόλος της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών είναι διττός. Από τη μία πλευρά συλλέγει πληροφορίες από όλες της υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. σχηματίζοντας βάσεις δεδομένων. Τα στοιχεία αυτά αξιολογούνται, σταχυολογούνται και χρησιμοποιούνται σε έρευνες για τη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Μάλιστα, πολλές φορές διασταυρώνονται νέα στοιχεία που λαμβάνονται με άλλα που προϋπάρχουν στις βάσεις δεδομένων και κατόπιν διαβιβάζονται από τη ΔΙ.Δ.Α.Π. «διαβαθμισμένα» στις αρμόδιες υπηρεσίες που διενεργούν τις έρευνες. Πληροφορίες και στοιχεία ανταλλάσσονται και με διεθνείς υπηρεσίες ασφαλείας αλλά και με διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς.
Παράλληλα, έχει «αυτόνομη επιχειρησιακή πληροφοριακή δράση» αναλαμβάνοντας την παρακολούθηση ατόμων με σύγχρονο εξοπλισμό που δεν υστερεί έναντι του εξοπλισμού της ΕΥΠ. Αυτός είναι και ο λόγος που χαρακτηρίζεται από πολλούς ως μία «δεύτερη ΕΥΠ» που λειτουργεί εντός της ΕΛ.ΑΣ.
Το 2017, σύμφωνα με πληροφορίες του «Έθνους» της Κυριακής, στην Αθήνα είχε φτάσει κλιμάκιο Άγγλων αξιωματικών, που συνέδραμε στην εκπαίδευση Ελλήνων αστυνομικών της ΔΙ.Δ.Α.Π.
Η τελευταία μεγάλη χρηματοδοτική «ένεση» από την Ευρώπη ήρθε για την υπηρεσία το 2016 όταν έγγραφο του υπουργείου Εσωτερικών ανέφερε ότι διατίθενται 820.000 ευρώ για την «απόκτηση προηγμένου λογισμικού με το οποίο θα διασυνδεθούν όλες οι βάσεις δεδομένων και ανάλυσης πληροφοριών για θέματα οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας.
Από τα 820.000 ευρώ τα 615.000 ευρώ (75% συμμετοχή) προέρχονταν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας και τα υπόλοιπα 205.000 ευρώ (25% συμμετοχή) από τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό. «Πρόκειται για τη δημιουργία επιχειρησιακού κέντρου που συγκεντρώνει πληροφορίες από όλες τις αστυνομικές Διευθύνσεις και από όλες τις υπηρεσίες ασφαλείας. Φιλτράρει τις πληροφορίες, κάνει ταυτοποιήσεις, βρίσκει το παρελθόν του κάθε δράστη, βλέπει αποτυπώματα, φωτογραφίες, DNA και κάνει διασταυρώσεις. Έχει, επίσης, σύνδεση με τις Αστυνομίες των κρατών μελών της Ε.Ε. και με τη Europol. Και όλα αυτά σε γρήγορους χρόνους. Αυτό ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο την Ελλάδα που σηκώνει δυσανάλογο βάρος στο μέτωπο του μεταναστευτικού και καλείται να διαχειριστεί τεράστιο όγκο δεδομένων και πληροφοριών», εξηγεί στέλεχος της λεωφόρου Κατεχάκη.
Οι χρηματοδοτήσεις για ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια από την Ευρώπη επισπεύστηκαν τα τελευταία χρόνια λόγω της έντασης της διεθνούς τρομοκρατίας. Και αυτό διότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκριναν ότι υπήρχε «κενό» στη αστυνομική συνεργασία ανάμεσα στα κράτη-μέλη και ότι το φαινόμενο θα απασχολήσει έντονα την γηραιά ήπειρο και τις επόμενες δεκαετίες.