Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ βγάζει τη στολή του «Iron Man», η Ζέτα Μακρυπούλια επιστρέφει με μια ακόμα κωμωδία, τα «Χελωνονιντζάκια» μετακομίζουν στη μεγάλη οθόνη, ο μικρός γάτος Θάντερ κάνει μαγικά, ενώ το Λονδίνο και η Οξφόρδη προσφέρουν το ιδανικό ντεκόρ για αγωνιώδη θρίλερ.
Δύο αξιόλογες ταινίες κάνουν πρεμιέρα την τρέχουσα εβδομάδα μίας κινηματογραφικής περιόδου με χαμηλά εισπρακτικά νούμερα. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ αναμετριέται με τον Ρόμπερτ Ντιβάλ σε ένα δικαστικό δράμα οσκαρικών προδιαγραφών, τουλάχιστον όσον αφορά τις ερμηνείες. Τις εντυπώσεις κερδίζει μία οξύτατη βρετανική σάτιρα, ενώ τον τομέα της ψυχαγωγίας καλύπτουν ένα αμερικανικό θρίλερ και μια περιπέτεια με τα πασίγνωστα Χελωνονιντζάκια. Και μια κωμωδία του Νίκου Ζαπατίνα, το «Στα καλά καθούμενα».
Ο δικαστής ***
(The judge)
Δραματική – Διάρκεια 141’ – ΗΠΑ
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Ντόπκιν
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Βέρα Φαρμίγκα, Μπίλι Μπομπ Θόρντον, Βίνσεντ Ντ’ Ονόφριο, Τζέρεμι Στρονγκ
Η προαιώνια μάχη μεταξύ πατέρα και γιου μετατρέπει σε πεδίο αναμέτρησης αξιών μία μικρή αμερικανική πόλη. Ο Χανκ Πάρκερ, επιτυχημένος δικηγόρος στο Σικάγο, επιστρέφει στη γενέτειρά του ύστερα από πολλά χρόνια για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του. Με τον πατέρα του, τον Τζότζεφ Πάλμερ, τον τοπικό δικαστή, ο Χανκ δεν μιλιέται καν λόγω μιας παλιάς διαμάχης. Το βράδυ μετά την κηδεία, ο ηλικιωμένος δικαστής κατηγορείται ότι σκότωσε με το αυτοκίνητό του έναν άντρα που είχε στείλει στη φυλακή, ωστόσο δεν θυμάται τίποτα, εξ αιτίας ενός κενού μνήμης. Ο Χανκ αναβάλλει την αναχώρησή του -παρόλο που ο πατέρας του επιλέγει άλλον συνήγορο- και παρίσταται ως σύμβουλος στη διαδικασία.
Δύο πανίσχυρες προσωπικότητες, διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, συνεργάζονται σε έναν δύσκολο δικανικό αγώνα και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους. Ο Χανκ είναι ένας αετονύχης δικηγόρος που πρεσβεύει ότι ο σκοπός, δηλαδή η δικαστική νίκη, αγιάζει τα μέσα. Ο Τζότζεφ, αντίθετα, είναι βράχος ηθικής, ένας αδέκαστος λειτουργός της δικαιοσύνης, αποφασισμένος να θυσιάσει την ελευθερία του για χάρη της υστεροφημίας του.
Η σύγκρουση δύο τόσο διαφορετικών απόψεων περί ζωής και εφαρμογής της νομοθεσίας εντείνεται, όταν ο Χανκ αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Τζότζεφ. Παράλληλα, ο Χάνκ «επισκέπτεται» ξανά το παρελθόν του και ανανεώνει τους δεσμούς του με τους αδελφούς του και με τον μεγάλο εφηβικό του έρωτα.
Η λύτρωση επιτυγχάνεται δια της συσσώρευσης των δοκιμασμένων κλισέ του χολιγουντιανού οικογενειακού δράματος: αποκαλύψεις επί αποκαλύψεων που ρίχνουν καινούργιο φως σε παλιές πικρές ιστορίες, ο άσωτος υιός που αναγνωρίζει τις ευαισθησίες και τα δίκια ενός αυταρχικού πατέρα, η επιστροφή στη γενέθλια πόλη και σε αγαπημένα πρόσωπα που οδηγούν σε αναθεώρηση του επιτυχημένου βίου στη μεγαλούπολη, η ως δια μαγείας ωρίμανση του ήρωα.
Πρόθεση, η αμείωτη συγκινησιακή φόρτιση με στόχο τα δάκρυα του θεατή – ακόμα και οι ένορκοι και ο δικαστής βουρκώνουν στη διάρκεια της πιο κρίσιμης φάσης της δίκης. Μελό 100%, αλλά μελό επιπέδου, προϊόν συνεργασίας ταλαντούχων ανθρώπων που γνωρίζουν καλά τη συνταγή.
Εξήγηση για τη μεγάλη του διάρκεια (141’), η προσπάθεια να προσφερθούν δυνατές δραματικές σκηνές σε όλους τους εξαιρετικούς ηθοποιούς, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές. Τη μερίδα του λέοντος έχουν ο Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ και ο Ρόμπερτ Ντιβάλ, που δίνουν μια συναρπαστική ερμηνευτική μονομαχία, από την οποία βγαίνουν ισόπαλοι.
Διάνοια σε μόνιμη υπερδιέγερση ο πρώτος, άνθρωπος-ελατήριο, συνδυασμός Ironman και Σέρλοκ Χολμς, η κινηματογραφική περσόνα που επέβαλε ο Ντάουνι, σε μία από τις καλύτερες εκδοχές της. Στους αντίποδές του, ο Ντιβάλ ερμηνεύει με εσωτερική ένταση και τη γνωστή του υπόγεια ειρωνεία ένα ανθρώπινο αίνιγμα που η επίλυσή του είναι η ουσία της ταινίας.
Η λέσχη της κομψής αλητείας ***
(The riot club)
Κοινωνική – Διάρκεια 107’ – Βρετανία
Σκηνοθεσία: Λόνε Σέρφιγκ
Παίζουν: Σαμ Κλάφλιν, Μαξ Άϊρονς, Ντάγκλας Μπουθ, Νάταλι Ντόρμερ, Σαμ Ριντ, Φρέντι Φοξ
Εξοικείωση με την απόλυτη σκληρότητα: σε αυτό μυούνται οι μελλοντικοί πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες της Βρετανίας, στην κλειστή λέσχη Ράϊοτ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προκειμένου να γίνουν ικανοί να κυβερνήσουν χωρίς συναισθηματισμούς, με μόνο σκοπό την προώθηση των συμφερόντων της ελίτ.
Δύο νέα μέλη, ο Μάιλς (φιλελεύθερος παρά την υψηλή καταγωγή του) και ο Άλιστερ (αριστοκράτης που απεχθάνεται τις λαϊκές μάζες) υφίστανται διάφορους τελετουργικούς εξευτελισμούς και παρακολουθούν τους παλιότερους να ασχημονούν, να βανδαλίζουν και να μεθοκοπούν ασύστολα.
Αυτά είναι απλά πταίσματα σε σύγκριση με τα όσα συμβαίνουν αργότερα σε μια επαρχιακή παμπ, κατά το δείπνο της μύησης. Οι φρακοφορεμένοι συνδαιτυμόνες, αφηνιασμένοι από την κατάχρηση ουσιών και σε μία ομαδική έκρηξη αλαζονείας, τα σπάνε όλα, στην κυριολεξία. Στην προνομιούχα δεκάδα και ο γιος Έλληνα πλοιοκτήτη που προσφέρει 27.000 λίρες (!) σε μία παρακατιανή φοιτήτρια για να κάνει σεξ σε δέκα μεθυσμένα χρυσά παλιόπαιδα. Μία βραδιά πρωτοφανούς κραιπάλης κλείνει με αίμα.
Ο επίλογος είναι ακόμα πιο ανατριχιαστικός. Ο πρύτανης προσπαθεί να κουκουλώσει το γεγονός. Οι υψηλά ιστάμενοι φίλοι των γονέων υπόσχονται λαμπρό μέλλον στους κανακάρηδες και επιμένουν να συνεχισθεί η λειτουργία του Ράιοτ Κλαμπ, από όπου έχουν περάσει ακόμα και πρωθυπουργοί. Με βιτριόλι περιλούζει τον μηχανισμό αγωγής της άρχουσας τάξης αυτή η σκληρή, κατάμαυρη σάτιρα, εκθέτοντας τολμηρά μία ανησυχητική πραγματικότητα. Φυτώρια ανηθικότητας κάποιες φοιτητικές λέσχες ξακουστών βρετανικών πανεπιστημίων. Καλλιεργούν το μίσος των μελών τους για τις κατώτερες τάξεις τις οποίες θα κληθούν να κυβερνήσουν, μετά την αποφοίτησή τους.
Απάνθρωπη προς όλες τις πλευρές η διαδικασία, αφού θα πρέπει πρώτα να νεκρωθούν ψυχικά οι μελλοντικοί ιθύνοντες. Αυτόν τον εγκληματικό θεσμό καταγγέλλει η ταινία, αναπαριστώντας –συχνά με απωθητικές σκηνές ακατάλληλες για ευαίσθητα στομάχια- την εξαλλοσύνη των φοιτητών και την ανοχή των μεγαλυτέρων.
Αιχμηροί διάλογοι –το σενάριο βασίζεται στο θεατρικό έργο “Posh”- και εκπληκτικές ερμηνείες από μια ομάδα νέων και αγνώστων προς το παρόν ηθοποιών. Σε γοργή εναλλαγή χαλαρών και σφοδρών ρυθμών η σκηνοθεσία της Δανέζας Λόνε Σέρφιγκ δεν προδίδει τη θεατρική προέλευση ενός κινηματογραφικού έργου με πολιτική άποψη που διατρυπά τον στόχο του.
Άπληστοι γείτονες ** ½
(Good people)
Θρίλερ – Διάρκεια 90’ – HΠΑ
Σκηνοθεσία: Χένρικ Ρούμπερ Γκενζ
Παίζουν: Τζέιμς Φράνκο, Κέιτ Χάντσον, Τομ Ουίλκινσον, Ομάρ Σι
Περιστασιακοί παραβάτες του νόμου, λόγω κρίσης. Ένα σχετικά νέο ζευγάρι Αμερικανών, εγκατεστημένο προσωρινά στο Λονδίνο, με τις τραπεζικές του καταθέσεις στο μηδέν, δεν διστάζει για πολύ να οικειοποιηθεί τις 250.000 λίρες ενός ενοικιαστή του που πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Καλοστημένη η εισαγωγή, με τα ηθικά διλήμματα δύο έντιμων ανθρώπων, που βρίσκονται σε απόγνωση. Πρόλογος για ένα καλογυρισμένο αλλά αδικαιολόγητα σκληρό θρίλερ. Για να καταλάβουμε πόσο αδίστακτος είναι ο γκάνγκστερ που διεκδικεί τα χρήματα, τον βλέπουμε να εκσφενδονίζει μπάλες μπιλιάρδου στο στόμα ενός ανυπεράσπιστου θύματός του και τελικά να τον σκοτώνει με τη στέκα. Φρικαλέα σκηνή, απίστευτα σαδιστικής σύλληψης.
Ακολουθεί καταδίωξη των Αμερικανών, με μοναδικό τους σύμμαχο έναν βετεράνο αστυνομικό που έχει προσωπικούς λόγους εκδίκησης. Συνολικό άθροισμα από άλλες ταινίες με αθώους που μπλέκουν με φόνους και μαφίες. Αρχίζει σαν το «Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων» (όπου ευυπόληπτοι πολίτες καρπώνονται προϊόν εγκλήματος), προχωράει στο στιλ του «Μια λάθος κίνηση» (όταν τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν) και τελειώνει αλά «Αδέσποτα σκυλιά» (όταν οι κυνηγημένοι χρησιμοποιούν οικοδομικά εργαλεία για να εξοντώσουν τους φονιάδες).
Εντυπωσιακές σκηνές δράσης, μέτριο το αποτέλεσμα. Το εγχείρημα «ανεβάζουν» κάπως οι καλές ερμηνείες καταξιωμένων ηθοποιών που δίνουν κάποιες διαστάσεις σε σχηματικούς χαρακτήρες.
Χελωνονιντζάκια **
(Teenage Mutant Ninja Turtles)
Περιπέτεια φαντασίας – Διάρκεια 101’ – ΗΠΑ
(και σε 3D)
Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λίμπσμαν
Παίζουν: Μέγκαν Φοξ, Ουίλ Αρνέτ, Ουίλιαμ Φίχτνερ, Τζέρεμι Χάουαρντ, Νόελ Φίσερ
Τι περισσότερο μπορεί να περιμένει κανείς από τις μεταλλαγμένες ανθρωποχελώνες με τα ονόματα κορυφαίων ζωγράφων της ιταλικής αναγέννησης και την δεινότητα στις πολεμικές τέχνες, που τροφοδοτούν εξαντλητικά τηλεόραση, μεγάλη οθόνη και ηλεκτρονικά παιχνίδια, από το 1987 έως σήμερα;
Η νέα πρόταση του παραγωγού Μάικλ Μπέϊ, σκηνοθέτη θεαματικών blockbusters με κολοσσιαία εισπρακτική επιτυχία («Αρμαγεδδών», «Περλ Χάρμπορ», «Transformers»), ο οποίος καθοδηγεί τον σκηνοθέτη, δεν πέφτει ακριβώς στο κενό, όμως δεν προσθέτει κάτι καινούργιο, πέρα από μία επίδειξη ψηφιακών εφέ τελευταίας γενεάς.
Το στόρι με λίγες λέξεις: η Έιπριλ, ανερχόμενη ρεπόρτερ, πιάνει μεγάλο «λαυράκι», όταν ανακαλύπτει την καταγωγή των Ντονατέλο, Μικελάντζελο, Ραφαέλο και Λεονάρντο. Μια πληροφορία που επιτρέπει στην δημοφιλή τετράδα να κατατροπώσει τα δολοφονικά ρομπότ του Σρέντερ. Άνθρωποι με κοστούμια δίνουν μία κάποια ρεαλιστική χροιά σε μια «κουρασμένη» ιστορία. Σκηνοθεσία σε σκοτεινούς τόνους, όμως το αποτέλεσμα δεν είναι «Μπάτμαν». Να το δούμε; Στην καλωδιακή, ίσως.
Στα καλά καθούμενα
Η ζωή του Μπάμπη θα ανατραπεί μετά την επεισοδιακή συνάντηση του με την ωραία και δυναμική Αθηνά. Οι δυο τους θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι γεμάτο εκπλήξεις, ανάμεσα στις οποίες ένα πιάνο που κρύβει ένα μεγάλο θησαυρό, μια γυναίκα που το έχει σκάσει από το σπίτι της, μια περιουσία που αναζητά κληρονόμο, μια άπιστη αρραβωνιαστικιά, ένα ύποπτο μοναστήρι και τελικά τον έρωτα. Με τους Ζέτα Μακρυπούλια και Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, σε σκηνοθεσία Νίκου Ζαπατίνα («Ένας κι Ένας», «Ο Ηλίας του 16ου ).
Το μαγικό σπίτι
Ένα διαφορετικό από τη χολιγουντιανή συνταγή animation του Βέλγου Μπεν Στάσεν («Ταξίδι στο Φεγγάρι», «Οι Περιπέτειες του Σάμμυ» ), με ήρωα το μικρό γάτο Θάντερ, ο οποίος ένα βράδυ βρίσκει καταφύγιο στο αρχοντικό του Μάγου Λορέντζο. Ο μάγος μοιράζεται το σπίτι του με αμέτρητα ζωάκια και ρομποτάκια, που μπορούν να φτιάχνουν πρωινό ενώ χορεύουν και τραγουδούν! Ο Τζακ το λαγουδάκι και η Μάγκι το ποντίκι, όμως, συνωμοτούν για να διώξουν το κακόμοιρο γατάκι. Πριν προλάβουν, ο μάγος θα αρρωστήσει και όλοι μαζί οι κάτοικοι του σπιτιού που κινδυνεύει να πουληθεί θα ενωθούν για να το σώσουν, με πρωτεργάτη το Θάντερ.