Ο Μπραντ Πιτ επικεφαλής ενός άρματος μάχης σε μία πολεμική ταινία, την καλύτερη του τρέχοντος κινηματογραφικού επταήμερου.
Ο Μπραντ Πιτ επικεφαλής ενός άρματος μάχης σε μία πολεμική ταινία, την καλύτερη του τρέχοντος κινηματογραφικού επταήμερου. Η Τζένιφερ Λόρενς σύμβολο της επανάστασης σε μία περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας κυρίως για εφήβους. Ο Φαμπρίς Λουκινί και η Τζέμα Άρτερτον σε μία έξυπνη δραματική κομεντί λογοτεχνικής προέλευσης. Μία καμπαρετζού υποδύεται τον εαυτό της μπροστά στην κάμερα του γιου της. Τέλος, ένα αξιόλογο βρετανικό καστ «ανεβάζει» μία βιογραφική ταινία εποχής.
Fury ****
Πολεμική – Διάρκεια 134’ – ΗΠΑ, Βρετανία, Κίνα
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Άγιερ
Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Λόγκαν Λέρμαν, Σάια Λε Μπεφ, Σκοτ Ίστγουντ, Μάικλ Πένια, Τζον Μπέρνταλ
Ο Φρανσουά Τριφό είχε πει ότι γνήσια αντιπολεμική ταινία είναι εκείνη που δείχνει το απεχθές πρόσωπο του πολέμου, χωρίς να το ωραιοποιεί στο ελάχιστο. Ο ορισμός του ταιριάζει απόλυτα στο “Fury”. Η φρίκη που επικρατούσε στη Γερμανία τις τελευταίες ημέρες του Τρίτου Ράιχ αποτυπώνεται συγκλονιστικά στην ταινία του Ντέιβιντ Άγιερ.
Το 1945, οι Αμερικανοί προελαύνουν προς το Βερολίνο μέσα από μία απερίγραπτη κόλαση. Παρακολουθούμε τη δράση των τεθωρακισμένων. “Fury” (Μανία) είναι το χαϊδευτικό ενός άρματος μάχης Σέρμαν, ενός από τους βασικούς χαρακτήρες. Οι υπόλοιποι είναι ο Ντον, ο επικεφαλής, και το τετραμελές πλήρωμα, όλοι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές της Βόρειας Αφρικής, της Ιταλίας και της Νορμανδίας. Όταν ένας από αυτούς σκοτώνεται, τον αντικαθιστά ο Νόρμαν, άκαπνος γραφέας. Ένα σχεδόν αμούστακο αγόρι, που δεν έχει πατήσει ποτέ σκανδάλη. Τον εκπαιδεύει στον φόνο ο Ντον, αναγκάζοντάς τον να πυροβολήσει έναν τραυματισμένο αιχμάλωτο.
Τα αμερικανικά εγκλήματα πολέμου αποτελούν πταίσματα σε σύγκριση με αυτά που διαπράττουν τα Ες Ες σε βάρος των συμπατριωτών τους. Απαγχονισμένοι πολίτες, που δεν συνεργάστηκαν με τις αρχές, «στολίζουν» τις εισόδους των κατεστραμμένων πόλεων. Μετά την κατάληψή τους, η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει ό,τι απέμεινε όρθιο, σκοτώνοντας άμαχους Γερμανούς. Ύστερα από ανταλλαγές πυροβολισμών, οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν ότι σκότωσαν δωδεκάχρονα παιδιά, από αυτά που επιστράτευσε ο Χίτλερ. Η τραγωδία των απλών Γερμανών, όταν ο πόλεμος εισβάλλει στο έδαφός τους, κάτι που σπάνια δείχνει το Χόλιγουντ.
Ύστερα από εντολή της διοίκησης, το “Fury” περνάει επάνω από λασπωμένα πτώματα, κατευθυνόμενο προς το σημείο μηδέν. Βουτάει στην καρδιά του σκότους, όπως η άκατος στο «Αποκάλυψη τώρα». «Ψυχή» της αποστολής θανάτου, ο Ντον, ένας άντρας με τον δικό του κώδικα ηθικής που διαμορφώθηκε ύστερα από τρεισήμισι χρόνια συμμετοχής στην αλληλοσφαγή. «Αδελφός» για τους συντρόφους του, «πατέρας» για τον Νόρμαν, στυγνός δολοφόνος των εχθρών.
Πίσω από τη φρίκη, το ανδρικό δέσιμο σε καταστάσεις αφόρητης πίεσης. Η «οικογένεια» δίνει την προσωπική της μάχη, υπερβαίνοντας τα όριά της. Η ταινία επαναπροσδιορίζει τον ηρωισμό, μέσα από τον λυσσαλέο αγώνα της. Ήρωας δεν είναι αυτός που μάχεται υπέρ πατρίδος και άλλων ιδεωδών, αλλά εκείνος που τα δίνει όλα για να παραμείνουν ζωντανοί αυτός και οι συμπολεμιστές του. Άποψη που ίσως φανεί κυνική σε κάποιους. Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης την υπερασπίζεται με ένα έργο σκληρό και τραχιά ρομαντικό, ταυτόχρονα.
Λάσπη, βροχή, καπνοί και καταχνιά. Ένα μουντό γκρι – καφέ σκηνικό που βάφεται κόκκινο από το αίμα και τις εκρήξεις. Μοναδικό φως σε αυτή την πένθιμη σκοτεινιά οι σχέσεις αγάπης των μελών μίας ιδιότυπης άγριας συμμορίας. Και οι πέντε ήταν υπέροχοι. Αγέρωχος, επιβλητικός και με κρυμμένο απόθεμα ανθρωπιάς, ως νέος Λι Μάρβιν, ο Μπραντ Πιτ σέρνει τον χορό μίας ομάδας εξαιρετικών ηθοποιών σε έναν ρόλο ανάλογο με εκείνον που είχε στο «Άδωξοι μπάσταρδη» του Κουέντιν Ταραντίνο. Με τη διαφορά ότι εκεί υποδυόταν μία σχεδόν καρικατουρίστικη μηχανή θανάτου. Ενώ εδώ, ενσαρκώνει μία εντυπωσιακά αντιφατική προσωπικότητα, στην πιο δυνατή ερμηνεία της καριέρας του.
The Hunger Games: Επανάσταση Μέρος 1 ***
(The Hunger Games: Mockingjay – Part 1)
Επιστημονικής φαντασίας – Διάρκεια 123’ – ΗΠΑ
Σκηνοθεσία: Φράνσις Λόρενς
Παίζουν: Τζένιφερ Λόρενς, Τζος Χάτσερσον, Λίαμ Χέμσγουορθ, Τζούλιαν Μουρ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Γούντι Χάρελσον, Στάνλεϊ Τούτσι
Η εφηβική ταινία δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας στην πιο ώριμη, μέχρι στιγμής, έκφρασή της. Το τρίτο μέρος της δημοφιλούς κινηματογραφικής σειράς δεν είναι ένα απλό βιντεοπαιχνίδι σε διαστάσεις μεγάλης οθόνης, αλλά μία δραματική πολιτική αλληγορία.
Κεντρική ηρωίδα, όπως και στα προηγούμενα, η Κάτνις. Αφού καταστρέφει το σκηνικό των Αγώνων Πείνας, βρίσκεται στην Περιοχή 13, μία πόλη χτισμένη κάτω από το έδαφος, ελεγχόμενη από τους επαναστάτες. Η βασιλεία του τρόμου της Κάπιτολ αμφισβητείται δυναμικά για πρώτη φορά και ο δικτάτορας Σνόου, θορυβημένος, αντιμετωπίζει με περισσότερη βία την απειλή ενός επερχόμενου εμφυλίου πολέμου. Σύμβολο της εξέγερσης γίνεται η Κάτνις, που με το επαναστατικό ψευδώνυμο «Κοτσυφόκισσα», πρωταγωνιστεί στα παράνομα βίντεο που παρεμβάλλονται στις ειδήσεις της κρατικής τηλεόρασης.
Αντίπαλός της σε αυτές τις τηλεοπτικές αναμετρήσεις, ο παιδικός της φίλος Πίτα, ακούσιο φερέφωνο του Σνόου. Όταν οι αντάρτες επιχειρούν να τον ελευθερώσουν από την ομηρεία, ο πόλεμος προπαγάνδας εξελίσσεται σε αιματηρή σύγκρουση. Με ένταση και αγωνία περιγράφεται η σκηνή της διάσωσης, από τις πιο συναρπαστικές μίας ταινίας που δεν αποσκοπεί στο χορταστικό υπερθέαμα, αλλά στην απεικόνιση μίας αμείλικτης ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Παράλληλα «κτίζονται» με άνεση οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους, τα διλήμματα και οι φόβοι τους, καθώς και η σύνθετη για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος πλοκή.
Όλα αυτά δίνονται κάπως απλοϊκά, με εικόνες και μηνύματα που θυμίζουν σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ίσως για να γίνει κατανοητό σε όλους αυτό το μάθημα αγώνα για τη δημοκρατία προς τους νεότερους. Αισθητά μειωμένο το γκλάμορ της Κάπιτολ, αφού η δράση εκτυλίσσεται κυρίως μέσα στο ζοφερό, κλειστοφοβικό περιβάλλον της Περιοχής 13, που παρουσιάζεται ως ένα απέραντο υπόγειο καταφύγιο.
Ιδανική Ιωάννα της Λορένης ενός μετα-αποκαλυπτικού μέλλοντος, αυστηρή, μαχητική, αλλά με κοριτσίστικες ευαισθησίες, η 24χρονη Τζένιφερ Λόρενς (Όσκαρ α΄γυναικείας ερμηνείας για το «Οδηγός αισιοδοξίας»). Η καλύτερη ταινία της βασισμένης στα μπεστ σέλερ της Σούζαν Κόλινς τετραλογίας που θα ολοκληρωθεί με τα επόμενα “Hunger Games”.
Η άλλη Μποβαρί ** ½
(Gemma Bovery)
Δραματική κομεντί – Διάρκεια 99’ – Γαλλία
Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Παίζουν: Τζέμα Άρτερτον, Φαμπρίς Λουκινί, Τζέισον Φλέμινγκ, Ιζαμπέλ Καντελιέ, Έλσα Ζιλμπερστάιν, Νιλς Σνάιντερ
Έμα Μποβαρί: το συνώνυμο της παντρεμένης γυναίκας που καταφεύγει σε ξένες αγκαλιές για να καταπολεμήσει την πλήξη της. Η Τζέμα Μπόβερι, Λονδρέζα που εγκαθίσταται μαζί με τον σύζυγό της σε μία κωμόπολη της Νορμανδίας, θα μπορούσε να είναι μία σύγχρονη εκδοχή της Μαντάμ Μποβαρί.
Έτσι τουλάχιστον πιστεύει ο Μαρτέν, ο τοπικός φούρναρης. Άνθρωπος καλλιεργημένος και άκρως ιδεοληπτικός, ταυτίζει τη νεοφερμένη με την τραγική ηρωίδα του Φλομπέρ (λόγω ομοιότητας ονομάτων) και προβλέπει τις κινήσεις της βάσει της εξέλιξης τού κλασικού μυθιστορήματος. Ο Μαρτέν είναι βέβαιος ότι η ζωή θα αντιγράψει την τέχνη, όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ανομολόγητος πόθος του για την ωραία Αγγλίδα τον παρασύρει σε φαντασιώσεις με λογοτεχνική επικάλυψη. Πρώτα μεταβάλλεται σε σκιά της και έπειτα σε σχεδόν ηδονοβλεψία, όταν ένας άλλος άνδρας πραγματοποιεί το δικό του ερωτικό όνειρο.
Για την ανυποψίαστη Τζέμα ο διανοούμενος αρτοποιός είναι ο καθοδηγητής της σε μία άγνωστη χώρα, κάτι πολύ σημαντικό για εκείνη. Τα πάντα, ακόμα και αυτή η τρυφερή φιλική σχέση, ανατρέπονται, όταν κάποιες από τις προβλέψεις του Μαρτέν επαληθεύονται. Η ζωή αντιγράφει με τον δικό της πεζό τρόπο την τέχνη σε αυτή την «πειραγμένη» μεταγραφή ενός αριστουργηματικού μυθιστορήματος. Το ειρωνικό της χιούμορ προκαλεί μειδίαμα και η γαλλική της χάρη λειτουργεί σαν αντίβαρο στην έλλειψη ουσιαστικής πλοκής.
Κομψή «γυναικεία» σκηνοθεσία και ένας Φαμπρίς Λουκινί σε ρόλο που αναδεικνύει και τις δύο όψεις του ταλέντου του, την κωμική και τη δραματική. Άκρως αισθησιακή και απόλυτα πειστική ως σκοτεινό αντικείμενο του πόθου η Τζέμα Άρτερτον (πρώην κορίτσι του Τζέιμς Μποντ), που πρωταγωνιστούσε και στην «Επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» του Στίβεν Φρίαρς, που βασιζόταν όπως και «Η άλλη Μποβαρί» σε κόμικ της Πόσι Σίμονς, εμπνευσμένο από το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» του Χένρι Τζέιμς. Κλασική λογοτεχνία σε σύγχρονο σοφιστικέ περιτύλιγμα.
Party girl **
Δραματική κομεντί– Διάρκεια 95’ – Γαλλία
Σκηνοθεσία: Μαρί Αματσουκέλι, Κλερ Μπερζέ, Σαμιουέλ Τεϊς
Παίζουν: Ανζελίκ Λιτσεμπερζέ, Ζοζέφ Μπουρ, Μάριο Τεϊς, Σαμιουέλ Τεϊς, Σεβερίν Λιτσεμπερζέ
Μία ηλικιωμένη γυναίκα της νύχτας υποδύεται τον εαυτό της σε μία ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθέτησε ο γιος της. Η Ανζελίκ Λιτσεμπερζέ, παρά τα εξήντα της χρόνια, δεν έχει βαρεθεί τη δουλειά της στα καμπαρέ και τα ξενύχτια με συνοδεία άφθονου αλκοόλ. Αντίθετα τα απολαμβάνει σαν εικοσάχρονη πόρνη.
Όταν ένας συνταξιούχος ανθρακωρύχος και καλός πελάτης της κάνει πρόταση γάμου, η Ανζελίκ βάζει στη ζυγαριά τα υπέρ και τα κατά. Για την κοινωνική της αποκατάσταση, δεν δίνει δεκάρα, αλλά σκέφτεται την πρακτική πλευρά. Ναι μεν ο Μισέλ θα της προσφέρει τη σιγουριά που δεν έχει – είναι ανασφάλιστη, αφού τα έπαιρνε «μαύρα» -, όμως το στεφάνι θα σημάνει το τέλος της ανέμελης ζωής της.
Η Ανζελίκ συσκέπτεται με τα παιδιά της (το ένα από αυτά αγνώστου πατρός) προκειμένου να βρει μία λύση στο δίλημμά της. Η κάμερα καταγράφει σε ντοκιμαντερίστικο στιλ τα νυχτερινά ξεφαντώματα και τις οικογενειακές συγκεντρώσεις (σε ταπεινές αυλές με καρέκλες «του γύφτου»), στα οποία πρωτοστατεί η ηρωίδα-πρωταγωνίστρια, η οποία είναι φοβερή «μούρη». Ρημαγμένο από την κραιπάλη πρόσωπο, βλέμμα φιλικό και πονηρό μαζί, φωτεινό χαμόγελο.
Η Λιτσεμπερζέ είναι «όλα τα λεφτά» σε μία ταινία που κυλάει κάπως πληκτικά, χωρίς ίντριγκα και κορυφώσεις, παρά τις υποσχέσεις για κάτι πιο ουσιαστικό που μας έδωσε στην αρχή. Ένα home movie μεγάλης διάρκειας που αποκτά κάποιο ενδιαφέρον χάρη στην αυθεντικότητα των χαρακτήρων και την αμεσότητα της αφήγησης.
Belle * ½
Ιστορική – Διάρκεια 104’ – Βρετανία
Σκηνοθεσία: Άμα Ασάντε
Παίζουν: Γκούγκου Μπάθα – Ρόου, Μάθιου Γκουντ, Έμιλι Ουότσον, Τομ Ουίλκινσον, Μιράντα Ρίτσαρντσον
Μία μιγάδα διεκδικεί τη θέση της στην υψηλή αγγλική κοινωνία, γύρω στο 1770, περίοδο που ο θεσμός της δουλείας έφερνε αμύθητα πλούτη στους Βρετανούς εμπόρους μαύρης σάρκας. Η Διδώ, νόθα κόρη ενός πλοιάρχου του πολεμικού ναυτικού και μίας σκλάβας, παραδίδεται από τον πατέρα της στη φροντίδα των πλούσιων θείων του. Ο λόρδος Μάνσφιλντ και η σύζυγός του ξεπερνούν τις όποιες προκαταλήψεις τους και τη μεγαλώνουν με αγάπη.
Παρόλο που, μετά τον θάνατο του πατέρα της, η ενήλικη πλέον Διδώ γίνεται κάτοχος μεγάλης περιουσίας και πολύφερνη νύφη, εξακολουθεί να ζει στο περιθώριο της αριστοκρατικής κοινότητας. Από τη φύση της δυναμική, καταφέρνει να κάνει αισθητή την παρουσία της και να επιλέξει για σύντροφο τον ιδεαλιστή γιο ενός εφημέριου αντί του πλούσιου κληρονόμου που προσπαθούν να της επιβάλουν. Μάλιστα, επηρεάζει τον Μάνσφιλντ, ανώτατο δικαστή της επικράτειας, ώστε να λάβει αποφάσεις κρίσιμες για την κατάργηση της δουλείας.
Μία αξιοθαύμαστη γυναίκα, ηρωίδα μίας ενδιαφέρουσας πραγματικής ιστορίας που όμως δεν αξιοποιείται επαρκώς. Οι εξαίρετοι Βρετανοί ηθοποιοί και η άψογη αναπαράσταση εποχής είναι τα βασικά ατού μίας άτολμης σκηνοθετικά ταινίας, που ξοδεύεται σε διαδικαστικές, ισχνές δραματουργικά σκηνές. Επιπέδου τηλεταινίας που τη βλέπει κανείς, κάνοντας παράλληλα και άλλα πράγματα.
Διπλή Ζωή
Δραματικό θρίλερ με φόντο το πολεμικό παρελθόν της Γερμανίας. Η ιστορία μας μεταφέρει στην Ευρώπη του 1990, όπου το τείχος του Βερολίνου έχει μόλις πέσει. Η Κατρίν μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία, είναι γνήσιο τέκνο του τραυματικού παρελθόντος: Το αποτέλεσμα της σχέσης μιας Νορβηγίδας και ενός Γερμανού στρατιώτη, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενήλικη πια, επιστρέφει στη Νορβηγία και ξαναβρίσκει τη μητέρα της.Τώρα, φαίνεται να απολαμβάνει πια μια ευτυχισμένη νέα οικογενειακή ζωή μαζί με τον άντρα της, την κόρη και την εγγονή της. Όταν όμως ένας δικηγόρος ζητάει από την Κατρίν και την μητέρα της να γίνουν μάρτυρες σε μια δίκη εναντίον του Νορβηγικού Κράτους, εκ μέρους των παιδιών του πολέμου, εκείνη αντιστέκεται για άγνωστους λόγους…
Master Of The Universe
Ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή έναν πρώην κορυφαίο τραπεζικό επενδυτή που βραβεύτηκε από το πρωτοκλασάτο Φεστιβάλ Λοκάρνο και είναι ανάμεσα στα φαβορί για τα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. To «Master of the Universe» δεν είναι μια απλή ταινία τεκμηρίωσης, αλλά μια συναρπαστική διείσδυση στον κόσμο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο οποίος καλύπτεται από έναν παχύ πέπλο μυστηρίου. Έχοντας σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, ο Γερμανός σκηνοθέτης Μαρκ Μπάουντερ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να αποκαλύψει τα άδυτα του τραπεζικού συστήματος.