Λύση στο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων φιλοδοξούν να φέρουν οι διατάξεις του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή το βράδυ του Σαββάτου.
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ρητά η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του οφειλέτη και του εγγυητή, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, ως συνέπεια της πώλησης ή της μεταβίβασης του «κόκκινου» δανείου, ενώ υπογραμμίζεται ότι μέχρι τις 15 Φεβρουάριου 2016 εξαιρούνται από τις διατάξεις του σχεδίου «όλες οι απαιτήσεις από καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις, δανειακές συμβάσεις με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας, δάνεια και πιστώσεις χορηγούμενες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 124 της 20.05.2003), καθώς και από δάνεια με εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου.
Ετσι, ουσιαστικά η εφαρμογή προσωρινά περιορίζεται σε δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις και μη καταναλωτικά δάνεια χωρίς υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας.
Οι εταιρείες που εξαγοράζουν τα «κόκκινα» δάνεια θα μπορούν να χορηγούν νέα δάνεια, μετά από άδεια της Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αναχρηματοδοτηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, η αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα είναι ωφέλιμη τόσο για τις τράπεζες- που θα μπορούν να ενισχύσουν άμεσα τη ρευστότητά τους εισπράττοντας τμήμα της οφειλής- όσο και για τους δανειολήπτες, που θα μπορούν να διαπραγματευτούν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.
Η διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορεί να ανατίθεται στις εταιρείες για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών. Ωστόσο, προβλέπεται ρητά ότι 12 μήνες πριν από την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων, πρέπει να έχει προταθεί στο δανειολήπτη- και τον εγγυητή – με εξώδικη πρόσκληση η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο.
Στόχος να μην αιφνιδιάζονται οι οφειλέτες. Για τον ίδιο λόγο υπάρχει η απαίτηση μεσολάβησης ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος 12 μηνών ανάμεσα στην πρόσκληση και την εκχώρηση, ώστε να μην απέχουν τα δύο γεγονότα ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα. Προβλέπεται, επίσης, μη απαίτηση της προηγούμενης πρόσκλησης στις περιπτώσεις των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων κατά των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, καθώς στη μεν περίπτωση των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό, στη δε περίπτωση των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η αποστολή πρόσκλησης.
Οι εταιρείες
Η διαχείριση και μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πραγματοποιείται μόνο από ανώνυμες εταιρείες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων.
Το ύψος του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου το οποίο οφείλει να διατηρεί η εταιρεία η οποία εξαγοράζει δανειακές συμβάσεις / πιστώσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είναι 100.000 ευρώ.
Οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά χορήγησης της σχετικής άδειας θα εξειδικευτούν από την Τράπεζα της Ελλάδος καθώς αυτή θα χορηγεί την άδεια. Για τη λήψη της σχετικής άδειας, είναι απαραίτητη η πιστοποίηση της ταυτότητας των άμεσων ή/και έμμεσων μετόχων, της ταυτότητας των προσώπων τα οποία έχουν ειδικές συμμετοχές και της ταυτότητας μετόχων με συμμετοχή 10% ή περισσότερη έκαστου, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια των εν λόγω εταιρειών και να περιορίζεται ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Συμπεριλαμβάνεται ακόμα η πιστοποίηση της ταυτότητας των συμβούλων της εταιρείας.
Σε περίπτωση παράβασης του ρυθμιστικού πλαισίου, των Πράξεων της ΤτΕ ή των όρων της σύμβασης μεταβίβασης ή διαχείρισης των δανείων, η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναστέλλει την άδεια. Αν η εταιρεία δεν συμμορφωθεί, η ΤτΕ θα μπορεί να ανακαλέσει την άδεια.