Δεκάδες ερμηνείες έχουν δοθεί στο πέρασμα των χρόνων στη λέξη «μάγκας».
Στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια «Βικιπαίδεια» διαβάζουμε τα εξής:
«Ο μάγκας, συνήθης κοινωνικός χαρακτήρας της προπολεμικής περιόδου, στυλιζαρισμένη μορφή της περιοδολόγησης του ρεμπέτικου και του μεσοπολέμου ήταν κυρίως άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν – από κει και το κουτσαβάκης, φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι. Οι μάγκες εμφανίστηκαν ως κουτσαβάκηδες γύρω στα 1870 και έδρασαν περίπου μέχρι το 1892, οπότε ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό – θανάσιμη προσβολή για τους μάγκες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν απ’ την αστυνομία, προκειμένου να κατασταλεί η ξενόφερτη εγκληματικότητα».
Δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, είναι και τα τραγούδια που έχουν γραφτεί για τους μάγκες. Το 1956 ο Μπάμπης Μπακάλης και ο Κώστας Βίρβος, δια στόματος Γρηγόρη Μπιθικώτση έλεγαν:
Μάγκας θα πει φιλότιμος,
μάγκας θα πει ντερβίσης,
μάγκας θα πει καλή καρδιά
κι όμορφες εξηγήσεις.
Ενώ πολλά χρόνια αργότερα η Μαριώ τραγουδούσε σε μουσική και στίχους του Χοντρονάκου:
Μάγκας θα πει κιμπάρης
μάγκας θα πει σωστός
φιλότιμος, ωραίος και πάντα κοσμικός
φιλότιμος, ωραίος και Θεσσαλονικιός.
To 1979 στα «Δήθεν», το δεύτερο δίσκο της συνεργασίας του με το Νίκο Ξυδάκη, μετά τη θρυλική «Εκδίκηση της γυφτιάς», ο Μανώλης Ρασούλης βάζει τέλος στο «θεσμό» της «μαγκιάς» και ο Νίκος Παπάζογλου τραγουδά:
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια
τους πάτησε το τρένο,
με μάγκικο σαλπάρανε
με ναργιλέ σβησμένο.
Μεγάλωσε ο μπαγλαμάς
κι έγινε σαν βαπόρι,
παλιοί καημοί στ’ αμπάρι του
στο πουθενά η πλώρη.
Σε λαϊκή στεκότανε
ο Χάρος και πουλιότανε,
και μια γριά, καλή γριά
του αγοράζει δυο κιλά.
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια…
Το τραγούδι ακούγεται τότε, αλλά γίνεται πανελλήνια γνωστό το 1982, όταν η Χάρις Αλεξίου το ξανατραγουδά στο δίσκο της «Η ζωή μου κύκλους κάνει».
Οι στίχοι του Ρασούλη προκαλούν την «αντίδραση» του λαϊκού στιχουργού Βασίλη Παπαδόπουλου, ο οποίος το 1984 απαντά με το δικό του τρόπο, ο Τάκης Σούκας γράφει ένα δυνατό, στακάτο ζεϊμπέκικο και ο καταλληλότερος εκείνη την εποχή, για να ερμηνεύσει ένα τέτοιο κομμάτι, Στράτος Διονυσίου τραγουδά:
Ποιος το είπε για τους μάγκες πως χαθήκανε;
ποιος το είπε πως τα τρένα τους πατήσανε;
ποιος το είπε για τους μάγκες πως τη βάψανε,
πως ταξίδεψαν με βάρκα και βουλιάξανε;
Όσο υπάρχει τράπουλα
θα βγαίνουνε ρηγάδες,
κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι
θα βγαίνουν μαθητάδες.
Ποιος το είπε για τους μάγκες πως χαθήκανε;
ποιος το είπε πως τα τρένα τους πατήσανε;
ποιος το είπε πως οι μάγκες χρεοκόπησαν
και οι ψευτοκυριλέδες τους εκτόπισαν;
Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο του Σούκα «Λαϊκά και πάσης Ελλάδος», όπου εκτός του Διονυσίου τραγουδούσαν η Λίτσα Διαμάντη, ο Γιώργος Σαρρής και ο Θανάσης Κομνηνός…
Τελικά ποιος από τους δυο είχε δίκιο; Τα συμπεράσματα δικά σας…
Πηγή: www.ogdoo.gr