Στις κάλπες για τρίτη φορά μέσα σε οκτώ μήνες καλούνται σήμερα Κυριακή συνολικά 6,4 εκατομμύρια Αυστριακοί ψηφοφόροι για να εκλέξουν τον νέο ομοσπονδιακό πρόεδρο, σε έναν επαναληπτικό γύρο του οποίου το αποτέλεσμα θα είναι σε κάθε περίπτωση καθοριστικό, καθώς από την έκβασή του κρίνεται εάν η Αυστρία θα είναι στο μέλλον η πρώτη χώρα της Ευρώπης που θα έχει πρόεδρο προερχόμενο από ένα ακροδεξιό κόμμα.
Το ποιος θα βρεθεί για τα επόμενα έξι χρόνια στο ύπατο αξίωμα της Αυστρίας, εκείνο του ομοσπονδιακού προέδρου της, θα είναι σαφές πιθανόν μόνο το απόγευμα της Δευτέρας ή ακόμη και το πρωί της Τρίτης, καθώς ο σημερινός επαναληπτικός γύρος των εκλογών δεν αναμένεται να δώσει ένα τελικό αποτέλεσμα λόγω του μεγάλου αριθμού των επιστολικών ψήφων που φέρεται να αγγίξουν ίσως και τις 700.000 και των οποίων η καταμέτρηση θα αρχίσει αύριο το πρωί.
Τα εκλογικά κέντρα κλείνουν στις 18:00 (ώρα Ελλάδας), οπότε θα ανακοινωθούν πρώτα αποτελέσματα από καταμετρημένες ψήφους, ενώ για τις 20:30 (ώρα Ελλάδας) αναμένεται το προσωρινό τελικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως τις επιστολικές ψήφους.
Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μάχη «στήθος με στήθος», καθώς στα αποτελέσματά τους ελάχιστη εμφανίζεται η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων, του 72 χρονου υποστηριζόμενου από τους Πράσινους, πρώην αρχηγού τους επί 11 χρόνια Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν και του 45χρονου υποψήφιου του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων και υπαρχηγού του, του Νόρμπερτ Χοφερ, ο οποίος φέρεται να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.
Το αποτέλεσμα της σημερινής εκλογικής αναμέτρησης θα είναι εξαιρετικά καθοριστικό στην περίπτωση της πιθανολογούμενης νίκης του Νόρμπερτ Χόφερ, η οποία, σύμφωνα με τους πολιτικούς παρατηρητές και αναλυτές στη Βιέννη, πέρα από τις άλλες επιπτώσεις που θα έχει, καθώς θα είναι η πρώτη φορά που εκλέγεται ένας υποψήφιος της ακροδεξιάς στο ύπατο αξίωμα μιας χώρας της Ευρώπης, θα ανατρέψει ριζικά ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό στην Αυστρία.
Στόχος του Νόρμπερτ Χόφερ και της αυστριακής Ακροδεξιάς ήταν από την αρχή η ανάληψη σταδιακά της απόλυτης εξουσίας στη χώρα, αρχικά με το προεδρικό αξίωμα και στη συνέχεια, μέσω αυτού «και λόγω ασυμφωνίας με την κυβέρνηση», με τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών.