Πρόστιμα ύψους 316.554 που είχαν επιβληθεί σε βάρος δικηγόρου Αθηνών ακύρωσε το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς έκρινε ότι οι φορολογικές αρχές πρέπει τεκμηριωμένα να αποδεικνύουν τη φοροδιαφυγή των ελευθέρων επαγγελματιών προκειμένου να μπορούν να επιβάλουν πρόστιμα.
Το Σ.Δ.Ο.Ε. πραγματοποίησε έλεγχο σε δικηγόρο, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε άρση του τραπεζικού απορρήτου του και διασταύρωση των τραπεζικών στοιχείων (καταθέσεις) που προέκυψαν με τα δηλωθέντα εισοδήματά του.
Από την αντιπαραβολή των συνολικών τραπεζικών καταθέσεων του δικηγόρου και των δηλωθέντων εισοδημάτων του προέκυψε ότι, οι τραπεζικές καταθέσεις του υπερέβησαν τα συνολικά δηλωθέντα εισοδήματά του.
Οι φορολογικές αρχές θεώρησαν ότι τα ποσά που υπήρχαν στον τραπεζικό λογαριασμό του δικηγόρου και ήταν πάνω από τα ποσά που αναγραφόντουσαν στα δελτία παροχής υπηρεσιών, αποτελούσαν αποκρυβείσα αμοιβή, που εισέπραξε για «την υπ’ αυτού παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του».
Σε βάρος του δικηγόρου επιβλήθηκαν πρόστιμα σύμφωνα, με τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), συνολικού ύψους 634.178 ευρώ, λόγω μη έκδοσης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, κατά τα έτη 2001- 2009, τα οποία μειώθηκαν από το διοικητικό Εφετείο της Αθήνας στα 316.554 ευρώ. Ο δικηγόρος άσκησε αναίρεση και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπου και ακυρώθηκαν τα πρόστιμα.
Το ΣτΕ έκρινε ότι οι φορολογικές αρχές φέρουν καταρχήν το βάρος απόδειξης των στοιχείων που συγκροτούν τη παράβαση του Κ.Β.Σ. για υποχρέωση του ελεύθερου επαγγελματία προς έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών και η φορολογική αρχή «πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας».