Έτοιμος να προσβάλει νομικά οποιαδήποτε απόφαση που θα ανοίγει το δρόμο σε μη φαρμακοποιούς να κατέχουν το πλειοψηφικό πακέτο φαρμακείου εμφανίζεται ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος.
Έτοιμος να προσβάλει νομικά οποιαδήποτε απόφαση που θα ανοίγει το δρόμο σε μη φαρμακοποιούς να κατέχουν το πλειοψηφικό πακέτο φαρμακείου εμφανίζεται ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος.
Το θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος συζητήθηκε, μεταξύ άλλων και στο χθεσινό διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου, καθώς οι εκπρόσωποι των δανειστών φέρεται να πιέζουν για την εισαγωγή ιδιωτικών κεφαλαίων στον κλάδο, με επιχείρημα το «άνοιγμα» του επαγγέλματος.
Οι φαρμακοποιοί αντιδρούν σε αυτό το ενδεχόμενο, αλλά η συζήτηση έχει ανοίξει για ένα πιο σύγχρονο μοντέλο λειτουργίας των φαρμακείων, με επικρατέστερο το «γερμανικό», όπου το πλειοψηφικό πακέτο θα κατέχουν φαρμακοποιοί.
Σύμφωνα με στοιχεία από τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο, μόνο το 3% από τα 150.000 φαρμακεία των χωρών της Ε.Ε. ανήκουν σε αλυσίδες, ενώ σε 12 χώρες της Ευρωζώνης φαρμακοποιοί η συνεταιρισμοί αυτών κατέχουν φαρμακείο. Ειδικότερα, αποκλειστικό δικαίωμα να κατέχουν φαρμακείο έχουν οι φαρμακοποιοί ή συνεταιρισμοί τους, σε Αυστρία, Κύπρο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Ισπανία, Γερμανία. Μάλιστα στη Γερμανία κάθε φαρμακοποιός μπορεί να κατέχει και δύο «παραρτήματα» του φαρμακείου του, αλλά στον ίδιο δήμο.
Σε χώρες όπως Αγγλία, Κροατία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Μάλτα, Ολλανδία Πολωνία, Πορτογαλία, ισχύει ότι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να έχει φαρμακείο, αλλά με διευθυντή ή τη συμμετοχή φαρμακοποιού. Σε Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Νορβηγία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σουηδία, Ελβετία, Εσθονία (όπου το 80% των φαρμακείων ανήκει σε δύο μεγάλες αλυσίδες), οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να κατέχει φαρμακείο, ενώ υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις σε ορισμένες χώρες για φαρμακευτικές εταιρείες και γιατρούς.
Το 2009, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) με απόφαση περί ιδιοκτησίας-διαχείρισης φαρμακείων κρατών-μελών Ε.Ε. (υποθέσεις Γερμανίας και Ιταλίας), αποφαίνεται ότι η απαγόρευση μεν που επιβάλλεται σε μη φαρμακοποιούς -να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο ή να αποκτούν μερίδια συμμετοχής σε εταιρίες εκμεταλλεύσεως φαρμακείων- συνιστά περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ωστόσο ο περιορισμός αυτός δύναται να δικαιολογηθεί από τον σκοπό που συνίσταται στην εγγύηση του ασφαλούς και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα. Σύμφωνα με την απόφαση, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η διανομή των φαρμάκων να γίνεται από φαρμακοποιούς που απολαμβάνουν πραγματικής επαγγελματικής ανεξαρτησίας και ένα κράτος-μέλος μπορεί στο πλαίσιο του περιθωρίου ευθύνης που διαθέτει, να θεωρήσει ότι η εκμετάλλευση φαρμακείου από μη φαρμακοποιό ενδέχεται να αντιπροσωπεύει έναν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ειδικότερα για την ασφάλεια και την ποιότητα της λιανικής διανομής φαρμάκων. Επίσης, σύμφωνα με την απόφαση, η εξάρτηση των φαρμακοποιών ως μισθωτών από τον έχοντα την εκμετάλλευση του φαρμακείου θα περιόριζε τη δυνατότητα τους να αντιταχθουν στις οδηγίες του έχοντος την εκμετάλλευση.