Μετά το 1918, οι γυναίκες σταμάτησαν να φορούν κορσέδες και οι άντρες εγκατέλειψαν τα ψηλά καπέλα. Και τα δύο είχαν γίνει άβολα και ακριβά, αλλά εγκαταλείφθηκαν χρόνια μετά την αποκάλυψη των αδυναμιών τους.
του Edward Luttwak
Ποια είναι τα ισοδύναμα των κορσέδων και των ψηλών καπέλων στον κόσμο μετά τον κορωνοϊό; Μερικά πράγματα μπορεί εύκολα να προβλεφθούν γιατί ήδη συμβαίνουν: τα διαδικτυακά ψώνια θα επεκταθούν ακόμη περισσότερο, ενώ ολόκληρα εμπορικά κέντρα θα καταρρεύσουν. Η τηλε-εργασία θα γενικευθεί. Με την τεχνητή νοημοσύνη να παίρνει τη θέση των εργαζομένων, η ζήτηση για κτίρια γραφείων μπορεί να μειωθεί ταχύτερα κι από εκείνη για εμπορικά κέντρα.
Ο ιός θα θέσει υπό αμφισβήτηση τόσο την ιατρική όπως ασκείται στην Αμερική, αφού δείχνει ότι πολλές εξετάσεις γίνονταν μόνο για να φουσκώσουν οι λογαριασμοί, όσο και τη λογική των διεθνών ταξιδιών, αφού λίγοι είναι εκείνοι που θα διακινδυνεύσουν να τεθούν για δύο εβδομάδες σε καραντίνα.
Η μεγαλύτερη επίπτωση του ιού όμως θα είναι στην πολιτική. Πάντα ξέραμε ότι το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ κρύβει την αλήθεια. Αυτό που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε είναι ότι μετά την εμπειρία του SARS, οι κομματικοί άρχοντες στην Ουχάν θα απέκρυπταν την άφιξη ενός νέου ιού και θα φίμωναν τους γιατρούς που προσπάθησαν να μας προειδοποιήσουν.
Μετά την Κίνα, ο ιός αποκάλυψε τη δουλοπρέπεια του επικεφαλής της ΠΟΥ, ο οποίος εξήρε τη «διαφάνεια» της Κίνας και απέκλεισε την Ταϊβάν από τις συζητήσεις ύστερα από απαίτηση του Πεκίνου. Στις 14 Ιανουαρίου, ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι «οι κινεζικές αρχές δεν βρήκαν σαφείς ενδείξεις μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο» – το οποίο τυπικά ήταν σωστό, αφού είχαν φιμωθεί οι γιατροί που είχαν ζητήσει να ερευνηθεί ακριβώς αυτό.
Όταν ο ιός έφτασε στο Ιράν, αποκάλυψε τον τυφλό φανατισμό της θεοκρατίας του. Οι ηγέτες της χώρας αρνήθηκαν να σταματήσουν τα καθημερινά προσκυνήματα ανθρώπων απ’όλη τη χώρα. Για τον ιό, το προσκύνημα είναι ο ιδανικός μηχανισμός διάδοσης. Ακόμη κι όταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι αρρώσταιναν και πέθαιναν, χρειάστηκε χρόνος για να εξουδετερωθούν όσοι έλεγαν ότι οι ναοί θεραπεύουν τους ασθενείς, δεν αρρωσταίνουν τους υγιείς. Και τότε ήταν αργά.
Στην Ιταλία, ο ιός ήταν ιδιαιτέρως φονικός λόγω ενός συνδυασμού ιδιαίτερα υγιών ιδιωτικών ζωών και ιδιαίτερα ανθυγιεινών δημόσιων ζωών. Οι Ιταλοί υπερηφανεύονται ότι έχουν υψηλό προσδόκιμο ζωής επειδή ακολουθούν υγιεινή διατροφή, έχουν ισχυρά οικογενειακά δίκτυα και περνούν πολύ καιρό στην ύπαιθρο. Με τον ιό να είναι πολύ επικίνδυνος για τους ηλικιωμένους, ο απολογισμός θα ήταν βαρύς, έγινε όμως ακόμη βαρύτερος λόγω της χαώδους οργάνωσης της ιατρικής περίθαλψης, ιδιαίτερα στους οίκους ευγηρίας.
Τι αλήθειες αποκάλυψε ο ιός στην Αμερική, όπου οι νεκροί πλησιάζουν τους 85.000; Η πρώτη είναι πως οι ΗΠΑ δεν είναι ένα ενιαίο κράτος, αλλά μια ομοσπονδία. Οι πολιτειακές κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες για την υγεία, κι έτσι υπάρχουν μεγάλες διαφορές από πολιτεία σε πολιτεία. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους αντιπάλους του Ντόναλντ Τραμπ δεν αρκούνται να του επιτίθενται για τα πολλά του λάθη, του επιτίθενται και για τις λίγες αρετές του, και κυρίως για το ότι διέκρινε τους κινδύνους που έχουν οι αλυσίδες τροφοδοσίας στην Κίνα.
Οι πολιτικές συνέπειες της πανδημίας είναι αισθητές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδυναμωθεί και ίσως να μην ανακάμψει ποτέ. Στην Ιταλία, όπου η υποστήριξη από την ΕΕ δεν ήρθε ποτέ, εκθειάστηκε η στάση της Κίνας και της Ρωσίας. Η επιτυχία της Κίνας είναι οφθαλμαπάτη: η Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα τα πήγαν καλύτερα.
Ούτε η ΕΕ ούτε η Αμερική ή η Βρετανία θα κριθούν από τα λάθη τους στην αντίδραση απέναντι στον ιό. Αντιθέτως, θα αξιολογηθούν από το πόσο γρήγορα θα ανακάμψουν οι οικονομίες τους. Το ίδιο συνέβη και μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Αντίθετα με τότε, όμως, καμιά χώρα δεν θα βγει αλώβητη, γιατί όλες έχουν τα ισοδύναμα των κορσέδων και των ψηλών καπέλων. Οι πολιτικοί που θα τα υπερασπιστούν θα αποτύχουν. Η Κίνα ανακάμπτει ταχύτερα, αλλά η μαζική διαρροή κινεζικών κεφαλαίων στην Αμερική διηγείται μια άλλη ιστορία.
* O Εντουαρντ Λούτβακ είναι senior associate στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών της Ουάσινγκτον
Πηγές: ΑΜΠΕ, The Economist