Άρθρο του Αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αθήνας ΣπύρουΤζόκα για την αυτοδιοίκηση:
Οι ανέραστοι της αυτοδιοίκησης είναι εκείνοι που δεν αγαπούν την αυτοδιοίκηση, την χρησιμοποιούν για αλλότριους στόχους και σκοπούς και συνεπώς με τις πράξεις τους μόνον κακό πράττουν. Στην κατηγορία αυτή θεωρώ ότι εντάσσεται και η πρόσφατη ανακοίνωση της ΚΕΔΕ, που κατά την ταπεινή μου γνώμη, προκαλεί ρήγμα στην ενότητα της αυτοδιοίκησης.
Δεν γράφω, βέβαια, αυτές τις γραμμές για να υπερασπιστώ τις Περιφέρειες της χώρας, καθώς αυτό θα μπορούσε, αν ήθελε, να το πράξει κάλλιστα η Ένωση Περιφερειαρχών (ΕΝΠΕ), έτσι τη λέω και έτσι είναι και όχι Ένωση Περιφερειών, αλλά αυτό είναι μια άλλη αμαρτωλή υπόθεση και δεν είναι της ώρας. Ούτε το κάνω για να υπερασπιστώ κάποιον, επίσης ανεγκέφαλο και ανέραστο (εννοώ αυτοδιοικητικά) αντιπεριφερειάρχη που ενδεχομένως επιλέγει Δημάρχους για να διανείμει τα χρήματα του λαού σαν να είναι δικά του. Όχι δεν το κάνω για τέτοιους ευτελείς λόγους.
Το κάνω για την τιμή, την όποια τιμή έχει απομείνει, της αυτοδιοίκησης της χώρας μας. Το κάνω για τους ιστορικούς Δημάρχους που έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους στην αυτοδιοίκηση της πατρίδας μας. Το κάνω για την ένδοξη αυτοδιοίκηση της κυβέρνησης του βουνού, που ευτελίζεται και εκχυδαϊζεται στις μέρες μας. Το κάνω για τους μακροχρόνιους αγώνες των εραστών της αυτοδιοίκησης να γίνει αιρετός, από κρατικός που ήταν, ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης και να συνεργάζονται οι δύο αιρετοί βαθμοί αυτοδιοίκησης. Οι νεόκοποι της αυτοδιοίκησης ας κάνουν τον κόπο και ας αφιερώσουν λίγο χρόνο να διαβάσουν τα πρακτικά του συνεδρίου της τότε ΚΕΔΚΕ στην Κυλλήνη και τις προτάσεις της.
Το κάνω ενδεχομένως γιατί, προφανώς διακατέχομαι από μια εμμονή (μάλλον ψυχοπαθητικού τύπου) ή ασθένεια που προέρχεται από τα τόσα χρόνια ενασχόλησης μου με την Αυτοδιοίκηση, τα οποία σχεδόν υπερβαίνουν τα συντάξιμα ενός υπαλλήλου και ακόμα πιστεύω πως η αυτοδιοίκηση μπορεί να βγει από την κλίνη του Προκρούστη και τότε να βοηθήσει ουσιαστικά την πατρίδα μας να βγει από την κρίση και το λαό μας να ανασάνει βαθιά. Γιατί πίστευα και πιστεύω ότι η πραγματική αυτοδιοίκηση δεν είναι μόνον η πεμπτουσία της Δημοκρατίας και κάποιες φορές και της άμεσης, αλλά και το εργαλείο για την ανάπτυξη, πρόοδο και προκοπή του λαού μας. Η αυτοδιοίκηση που δεν στηρίζεται σε μηχανισμούς, εκκλησία, μικρο-μεγάλα συμφέροντα αλλά στο λαό που τον ενεργοποιεί διαρκώς.
Αφορμή για το ας το πούμε ξέσπασμα αυτό ήταν η αλγεινή εντύπωση που μου προκαλούν απόψεις που διχάζουν την αυτοδιοίκηση και ενεργοποιούν κοινωνικούς αυτοματισμούς που αν δεν είναι επικίνδυνοι, τουλάχιστον αποπροσανατολίζουν από τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα και δίνουν ένα ακόμα χτύπημα στην ήδη τραυματισμένη αν όχι «κλινικά νεκρή» αυτοδιοίκηση. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η αυτοδιοίκηση των μνημονιακών εποχών πεθαίνει αργά και βασανιστικά, όπως εξάλλου και η Ελλάδα. Και αυτή η αφορμή δεν είναι άλλη από την ανακοίνωση της ΚΕΔΕ που για ακόμα φορά βάζει σε δοκιμασία τη συνοχή των δυο βαθμών αυτοδιοίκησης.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου κάνει ότι στην ανακοίνωση της ΚΕΔΕ που μιλάει για επιλεκτικές συμπεριφορές των Περιφερειών απέναντι στους Δημάρχους με βάση κάποιων κομματικών ή άλλων κριτηρίων και τους καλεί σε εγρήγορση έρχεται αρωγός ένας έμπειρος άνθρωπος της αυτοδιοίκησης του δεύτερου βαθμού ο κ. Σγουρός όταν λέει: «Υπάρχουν κραυγαλέες αποκλίσεις στην κατανομή πόρων ακόμη και ανάμεσα σε γειτονικούς δήμους της Αττικής, που είναι εμφανές ότι πλέον χωρίζονται σε αρεστούς και μη. Σε αυτό συνηγορούν και οι κατά καιρούς ανακοινώσεις της ΚΕΔΕ, που κάνει λόγο για bullying της Περιφέρειας σε βάρος ορισμένων δήμων, γεγονός που συνιστά αδιανόητη για τα δεδομένα της αυτοδιοίκησης θεσμική εκτροπή.»
Μακάρι αυτές τις «κραυγαλέες αποκλίσεις» να μας τις ονομάτιζε και o κ. Σγουρός και όσοι άλλοι τις γνωρίζουν. Τότε θα πρόσφεραν υπηρεσία στην αυτοδιοίκηση που υπηρετούν. Διαφορετικά συμβάλλουν εκούσια ή ακούσια στην απαξίωση της.
Γιατί το πολιτικό σύστημα και το κεντρικό κράτος αντιπαλεύει μια ισχυρή, υγιή και ενωμένη αυτοδιοίκηση. Δεν συμφέρει και είναι πολλοί οι λόγοι που πολλές φορές έχουν καταγραφεί. Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα η αυτοδιοίκηση ήταν απλά “η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων” ούτε καν η διαχείρισή τους. Έτσι λειτούργησε ιστορικά σαν μια μικρογραφία του κράτους και του κεντρικού πολιτικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο κι όχι σαν μια διακριτή, πόσω μάλλον εναλλακτική, δομή πολιτικής εξουσίας. Περιττό είναι δε να σημειωθεί ότι αν η αυτοδιοίκηση δεν ήταν τόσο «καχεκτική», όσο άλλωστε και η δημοκρατία μας, θα είχε πιθανότατα και τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως εφεδρεία του πολιτικού συστήματος και να εξασφαλίσει το δημοκρατικό μετασχηματισμό του στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης η οποία, πέρα από οικονομική, έχει και σαφέστατο πολιτικό υπόβαθρο. Έτσι στην Ελλάδα η αυτοδιοίκηση δεν ήταν ποτέ αυτο-κυβέρνηση, δηλαδή ένα πολιτικό καθεστώς συμμετοχής εντός του οποίου η τοπικότητα απολαμβάνει δικαιώματα πολιτικού αυτοπροσδιορισμού.
Επειδή, λοιπόν ο χώρος της Αυτοδιοίκησης, είναι ο χώρος που φαίνεται να συμπυκνώνεται το σύνολο των μνημονιακών πολιτικών σε όλα τα πεδία: Εργασιακές σχέσεις, υπονόμευση και αποσάθρωση των κοινωνικών του δομών, γενικευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, πλειστηριασμούς, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας, λιμάνια, αεροδρόμια, φτώχεια, ανεργία, ελαστικές σχέσεις εργασίας, περιορισμός των δημοσίων πόρων και πάει λέγοντας και επειδή παρόμοιοι αποπροσανατολισμοί και αυτοματισμοί που θέλουν τους δυο βαθμούς σε σύγκρουση είναι επικίνδυνοι, θα συνιστούσα ψυχραιμία και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Διαφορετικά οι κοινωνικοί αυτοματισμοί που έχουν ενεργοποιηθεί πανταχόθεν δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο. Και αυτό βέβαια δεν είναι καλό για την αυτοδιοίκηση και όσους θεωρούν ότι την υπηρετούν ή δηλώνουν εραστές της.
Την κατηφόρα αυτή δεν πρέπει να διευκολύνουμε με πράξεις, παραλείψεις, αστοχίες και ωχαδελφισμό και πολύ περισσότερο με αναχωρητισμούς. Να συνεχίσουμε τον αγώνα μας για την Αυτοδιοίκηση. Ο κίνδυνος μιας «κλινικά νεκρής» αυτοδιοίκησης είναι σαφής αλλά και ορατός. Η υπέρβαση των όρων υπό τους οποίους διεξάγεται αυτή τη στιγμή ο πολιτικός αγώνας προϋποθέτει την εμπλοκή της κοινωνικής βάσης, την κινητοποίηση των τοπικών, ενδογενών πόρων της και, κυρίως, την ενδυνάμωση και ενότητα των δυο βαθμών.