Σήμερα, τιμούμε, τη διπλή γιορτή, της Εθνεγερσίας και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Γράφει ο Δάσκαλος
Συμπληρώνονται 190 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας.
Για μία ακόμη φορά τιμούμε τους προγόνους μας που έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι σήμερα. Μαζί με την εθνική επέτειο γιορτάζουμε και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου που συμβολικά ταυτίστηκε με την Επανάσταση η οποία ξεκίνησε ένα μήνα νωρίτερα.
Το νόημα αυτής της ταύτισης είναι η θεϊκή ευλογία του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία, η πίστη των ραγιάδων για το ποθούμενο.
Ο Αγώνας του ’21 προετοιμάστηκε μεθοδικά ύστερα από προηγούμενα αποτυχημένα κινήματα που πνίγηκαν στο αίμα από τους Οθωμανούς και στηρίχτηκε στη βούληση και στην πίστη φωτισμένων πατριωτών Ελλήνων.
Το εκπληκτικό που άφησε άφωνους τους ξένους παρατηρητές, ήταν πως κατόρθωσε η ελληνική ψυχή να παραμείνει αδούλωτη για τετρακόσια χρόνια και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, να ξεσηκωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά της.
Η αλήθεια είναι πως οι Έλληνες ηττήθηκαν αλλά δεν αποδέχθηκαν ποτέ την ήττα παρόλο που η πνευματική τους ηγεσία κατέφυγε στη Δύση κι έμειναν ακέφαλοι χωρίς ταγούς.
Το ρόλο να κρατήσουν άσβεστη τη σπίθα της Λευτεριάς τον ανέλαβαν κάποιοι αφανείς ήρωες με την καλλιέργεια της γλώσσας και της εθνικής συνείδησης. Έτσι ο Ρήγας Φεραίος, οι Έλληνες διαφωτιστές του εξωτερικού και η Φιλική Εταιρία βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ριζώσει και να βλαστήσει ο σπόρος της Ελευθερίας στους υπόδουλους Έλληνες.
Πολλοί ισχυρίσθηκαν ότι οι Έλληνες διανοούμενοι αντέγραψαν τους Ευρωπαίους Διαφωτιστές παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η αντιγραφή δεν οδηγεί σε Επαναστάσεις και δημιουργία Εθνών αν δεν υπάρχουν ισχυρά εσωτερικά ερείσματα.
Βέβαια η λογική έλεγε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εξέγερσης απέναντι στην πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως άλλωστε είχε γίνει και στο παρελθόν.
Η σύγκριση των αριθμητικών και ποσοτικών δεδομένων σε ανθρώπους, όπλα και εφόδια μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών ήταν συντριπτική υπέρ των Τούρκων.
Τα λόγια του Κολοκοτρώνη είναι χαρακτηριστικά: “Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την ιδικήν μας και την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού τελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα….
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στην αρχή της επανάστασης ήταν χωρίς άρματα κι άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήταν τσεμπέρες των γυναικών των”.
Επιπλέον, η Ευρώπη, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας ήταν εχθρικές γενικότερα απέναντι στα επαναστατικά κινήματα που θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν τους υπόδουλους λαούς και να διαλύσουν τις Αυτοκρατορίες.
Κι όμως, η μεθοδική προετοιμασία και η πίστη, έστω των λίγων φωτισμένων διανοουμένων και κλεφτών και αρματολών, έφερε το ποθούμενο.
Σύμφωνα με το σχέδιο της Φιλικής Εταιρίας, η Επανάσταση θα εκδηλωνόταν ταυτόχρονα σχεδόν από τη Μολδοβλαχία μέχρι την Πελοπόννησο και από τη Σερβία μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
“Λευτεριά ή Θάνατος” ακούστηκε σ’ όλες τις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Όμως, η ελληνοσερβική συμμαχία ματαιώθηκε και η Επανάσταση που ξεκίνησε στη Μολδοβλαχία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το Φεβρουάριο του 1821 έσβησε τους πρώτους δύο μήνες. Και στις άλλες περιοχές η Επανάσταση πνίγηκε στο αίμα: Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρο, Νησιά του Αιγαίου, Κρήτη, Κύπρος.
Μόνο στην Πελοπόννησο ο Αγώνας ευδοκίμησε με πολλές επιτυχίες στην αρχή κι έμελλε να κρατήσει στο στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο περίπου μια δεκαετία ώσπου να υπογραφεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεοελληνικού κράτους.
Μέχρι όμως, να φτάσει στο αίσιο τέλος η Επανάσταση πέρασε από πολλά κύματα.
Τον πρώτο και δεύτερο χρόνο οι Έλληνες κέρδισαν πολλές νίκες στις πολεμικές συγκρούσεις που έγιναν στο Μοριά με αποκορύφωμα την άλωση της Τριπολιτσάς και την καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Το ίδιο συνέβη και στη Στερεά Ελλάδα όπου στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν κάποιες πόλεις και κάστρα των Τούρκων.
Το 1823 υπήρχε μια κάμψη του Αγώνα εξαιτίας των αντιπαραθέσεων στρατιωτικών και πολιτικών που οδήγησαν σε εμφύλιες συγκρούσεις το 1824 και 1825 και έβαλαν σε κίνδυνο τα όσα είχαν κατακτήσει ως τότε.
Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα με την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825 και την πτώση του Μεσολογγίου το 1826 και του φρουρίου της Ακρόπολης το 1827.
Ο τυφλός κομματισμός, ο διχασμός και ο παροπλισμός άξιων οπλαρχηγών, η έλλειψη οικονομικών πόρων και η διοικητική ανικανότητα έφεραν την Επανάσταση στο χείλος του γκρεμού. Υπήρχε άμεσος κίνδυνος τόσες θυσίες να πάνε χαμένες και οι Έλληνες να μη γευθούν τη χαρά της Ελευθερίας.
Πολλοί άρχισαν να σκέφτονται διάφορες λύσεις όπως η δημιουργία ενός ημιανεξάρτητου κρατιδίου στο Μοριά υπό την ηγεμονία ενός ξένου πρίγκιπα ή την παροχή μιας αυξημένης αυτονομίας του Μοριά υπό την προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μιας Μεγάλης Δύναμης.
Για μία ακόμη φορά το ελληνικό δαιμόνιο έδρασε. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, προικισμένος πολιτικός αρχηγός της Επανάστασης με την ιδιοφυΐα που τον διέκρινε, αντιλήφθηκε την αλλαγή της πολιτικής στρατηγικής της Μεγάλης Βρετανίας.
Γι’ αυτό συνέταξε μια επιστολή προς το Βρετανό υπουργό Εξωτερικών όπου έλεγε ότι “σας προσφέρουμε διαρκή συμμαχία αν σώσετε την Ελληνική Επανάσταση” – κάτι που χαρακτηρίστηκε από πολλούς Έλληνες ως δήλωση υποτέλειας.
Όμως, αυτή η κίνηση δεν έγινε τυχαία. Η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη τύχει μιας διεθνούς αναγνώρισης με τα δύο αγγλικά δάνεια και με το ισχυρό ρεύμα Φιλελληνισμού που είχε αναπτυχθεί στην Ευρώπη βασιζόμενο στη συμπάθεια των λίγων και αδύναμων Ελλήνων που αγωνίζονταν ενάντια σε μια βάρβαρη Αυτοκρατορία.
Ο Μαυροκορδάτος στην επιστολή του υπονοούσε ότι αν δεν ήταν η Αγγλία που θα στήριζε την Ελληνική Επανάσταση, θα μπορούσε να είναι μια άλλη. Πρόσφερε δηλαδή, προνομιακή σχέση στην Αγγλία ή σε όποια Δύναμη βοηθούσε τους Έλληνες.
Συγχρόνως, ο Κολοκοτρώνης ξεκίνησε μια απελπισμένη αντεπίθεση στο Μοριά απειλώντας τους προσκυνημένους και κάνοντας σαφές προς τους ξένους ότι ο Αγώνας συνεχιζόταν. Ο ευρωπαϊκός Φιλελληνισμός αναζωπυρώθηκε κι έτσι προέκυψε η ναυμαχία του Ναβαρίνου όπου ο στόλος της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας κατέστρεψε τον τουρκοαιγυπτιακό δίνοντας το μήνυμα της στήριξης του Αγώνα.
Μέσα από αυτές τις συνθήκες καλείται ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης για να βάλει τάξη και να διεκδικήσει τα μέγιστα δυνατά όρια του νέου Ελληνικού Κράτους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις καθόρισαν τελικά τα σύνορα του πρώτου Ελληνικού Κράτους που περιελάμβανε την Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες.
Καθόρισαν όμως, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, και την πολιτική του πορεία με αποτέλεσμα ο αγώνας των Ελλήνων τα επόμενα χρόνια να συνεχιστεί τόσο για ν’ απελευθερωθούν οι υπόλοιπες ελληνικές περιοχές όσο και για ν’ απαλλαγούν από την κηδεμονία των ξένων.
Σημασία έχει ότι ο μεγάλος Ξεσηκωμός του ’21 ξεκίνησε χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους ξένους και στηρίχθηκε αποκλειστικά στους Έλληνες οι οποίοι κατάφεραν το πρώτο ουσιαστικό πλήγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι έδωσαν το έναυσμα για τον ξεσηκωμό κι άλλων υπόδουλων λαών.
Η Επανάσταση του ’21 στάθηκε το πιο σημαντικό γεγονός της εποχής του γιατί απέδειξε ότι η αγωνιστικότητα, και η ισχυρή θέληση ενός λαού μπορούν ν’ αλλάξουν την ιστορική του μοίρα. Παρά τη διχόνοια και τα μελανά της σημεία, οι πρόγονοί μας Αγωνιστές μας παρέδωσαν ένα συμβόλαιο Ελευθερίας γραμμένο με το αίμα τους.
Όπως, λέει κι ο Μακρυγιάννης: “Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του να φκειάση ή να χαλάση, να λέγη εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί να φκειάσουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” κι όχι εις το “εγώ”.
Να γιατί ο Αγώνας του ’21 παραμένει διαχρονικός κι επίκαιρος για μας τους Νεοέλληνες. Η Ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη, θέλει θυσίες για να την αποκτήσουμε και προπαντός για να τη διατηρήσουμε.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου
Στις 25 Μαρτίου εορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Την χαρμόσυνη δηλαδή είδηση, που έφερε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παναγία, ότι μέσω αυτής θα ενσαρκωθεί ο Υιός του Θεού.
«Ιδού νυν ευαγγελίζομαι χαράν μεγάλην» της είπε ο Αρχάγγελος.
Όταν η Παναγία ρώτησε πώς είναι δυνατόν να τεκνοποιήσει χωρίς άνδρα, ο Αρχάγγελος της απάντησε ότι το ’γιο Πνεύμα θα έρθει σε εσένα και με την δύναμη του Υψίστου θα συντελεστεί η ενσάρκωση του Υιού του.
Έτσι η Μαρία συνέλαβε τον Υιό και λόγο του Θεού, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος με την εκούσια θυσία και τον μαρτυρικό «θάνατό» του, έσωσε το ανθρώπινο γένος από τον αιώνιο θάνατο, στον οποίο είχε οδηγηθεί μετά από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο.
Το απολυτίκιο της γιορτής λέει:
«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και τού απ’ αιώνος μυστηρίου ή φανέρωσις ο Υιός τού Θεού Υιός τής Παρθένου γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν, Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.»
Δηλαδή: «Σήμερα είναι η κυριότερη μέρα της σωτηρίας μας και η φανέρωση του Μυστηρίου, που ήταν από πολλά χρόνια κρυμμένο: Ο Υιός του Θεού θα γίνει άνθρωπος, Υιός τής Παρθένου Μαρίας και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα φέρνει. Γι’αυτό κι εμείς μαζί μ αυτόν ας πούμε ζωηρά στην Παναγία: Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου.»
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές της Εκκλησίας μας. Είναι μέρα χαράς και αγαλλίασης. Η Εκκλησία επιτρέπει την βρώση ψαριών ακόμα και αν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου «πέσει» μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα. Η ημέρα αυτή είναι και ημέρα αργίας. Η παράδοση λέει ότι αυτήν την ημέρα ούτε τα χελιδόνια δεν χτίζουν τις φωλιές τους.
Σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας, την ημέρα αυτή, τα παιδιά βγάζουν από τα χέρια τους τον «Μάρτη» και τον αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές ή σε κλαδιά δέντρων, για να τον πάρουν τα χελιδόνια και να χτίσουν τις φωλιές τους.
Σε μερικές περιοχές την Ηπείρου, την παραμονή του Ευαγγελισμού, τα παιδιά ξεχύνονται στα χωράφια, χτυπώντας κατσαρόλες, καπάκια τσουκαλιών και ότι μεταλλικό μαγειρικό σκεύος έχουν. Πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο διώχνουν τα φίδια, που εκείνη την μέρα ξυπνούν από την χειμερία τους νάρκη.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όπου υπάρχουν Χριστιανοί αυτή την ημέρα γιορτάζουν την χαρμόσυνη είδηση του Αρχαγγέλου και τιμούν την Παναγία.