Με κάθε επισημότητα και με αυστηρό υγειονομικό πρωτόκολλο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου υποδέχθηκε τους ξένους ηγέτες στο Προεδρικό Μέγαρο, για το επίσημο δείπνο με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Στο τέλος της ομιλίας της, ακολούθησαν οι αντιφωνήσεις από τον Πρίγκιπα της Ουαλίας, Κάρολο, του Νίκου Αναστασιάδη και του Ρώσου Πρωθυπουργού, Μιχαήλ Μισούστιν.
Μάλιστα ο διάδοχος του Βρετανικού θρόνου, έκλεισε την ομιλία του με την φράση «Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά! Ζήτω η Ελλάς!»
Σημειώνεται ότι για το δείπνο, τα τραπέζια έχουν τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να τηρούνται όλα τα μέτρα προστασίας από τον covid-19.
Κατά την προσφώνησή της, η κα Σακελλαροπούλου, αφού καλωσόρισε τους υψηλούς προσκεκλημένους και τους ευχαρίστησε για την παρουσία τους στη χώρα μας, τόνισε ότι οι λαοί μας διατηρούν μακρά φιλία και δεσμούς ισχυρούς από τη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού Κράτους.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η συμβολή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας, στον αγώνα υπήρξε σπουδαία και υπενθύμισε ότι το φιλελληνικό κίνημα παρείχε συνεχή υποστήριξη, υλική και ηθική, ενώ παρατήρησε ότι μεγάλες μορφές του πνεύματος και των τεχνών ύμνησαν την εξέγερση των Ελλήνων και επηρέασαν ριζικά την κοινή γνώμη στην Ευρώπη και την Αμερική. «Διαμορφώθηκε μια φιλελληνική συνείδηση που διέκρινε στην απελευθέρωση της χώρας μας ένα μείζον γεωπολιτικό και πολιτειακό γεγονός» τόνισε η Πρόεδρος.
Αναφερόμενη στην αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, με την οποία πολέμησαν οι Έλληνες, η κυρία Σακελλαροπούλου επεσήμανε ότι όλες οι κοινωνικές τάξεις, λαϊκοί και κληρικοί, ενώθηκαν μπροστά στον πάνδημο σκοπό για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και πρόσθεσε ότι στο πλευρό των Ελλήνων ήταν και Κύπριοι της Διασποράς που μετείχαν στη Φιλική Εταιρεία και ενίσχυσαν οικονομικά την Επανάσταση, ενώ πολλοί ήταν οι γενναίοι Κύπριοι αγωνιστές, με πιο γνωστή την ηρωική «Φάλαγγα των Κυπρίων», που έδωσαν το αίμα τους στις μάχες του 21.
Υπενθύμισε, επίσης, ότι οι πρόγονοί μας δεν αγωνίστηκαν, μόνο για την ανεξαρτησία τους, αλλά και για την πολιτική τους ελευθερία, καθώς υπό την επιρροή ιδίως της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης, έθεσαν τις βάσεις για ένα Κράτος δημοκρατικό και φιλελεύθερο.
Μάλιστα, τόνισε ότι σε μικρό χρονικό διάστημα από την κήρυξη της Επανάστασης κατοχύρωσαν, στα Συντάγματα του Αγώνα, τη δημοκρατική αρχή και την αντιπροσώπευση, τα δικαιώματα και τη διάκριση των λειτουργιών. «Στον ελληνικό συνταγματισμό εντοπίζουμε το ισχυρό αποτύπωμα του διαφωτισμού και τη δημιουργική ορμή που ενέπνευσαν στους Έλληνες τα ιδανικά της ελευθερίας και της ισότητας» υπογράμμισε η Πρόεδρος για να πρόσθεσε ότι «Η Ελληνική Επανάσταση λειτούργησε ως χωνευτήρι της νεωτερικότητας και της παράδοσης. Οι τοπικές κοινότητες συγκροτήθηκαν σε ένα συλλογικό πολιτικό σώμα. Η βούληση του έθνους κατέστη ενιαία και αδιαίρετη, φορέας της εξουσίας και της ενότητας του λαού μας». Ωστόσο, παρατήρησε, ότι η κληρονομιά του 1821 δεν είναι μόνον ελληνική. Αντιθέτως φέρει την οικουμενικότητα και την καθολικότητα των ιδεών και των αξιών της εποχής της.
Όπως είπε, σε αυτό το κεκτημένο επιστρέφουμε, με αφορμή την επέτειο των 200 ετών και αναφέρθηκε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα, με πρώτη την πανδημία, η οποία δοκιμάζει την υγεία και την ελευθερία μας, αλλά και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή και ο διάλογος των πολιτισμών, η αναγωγή μας στις καταβολές του διαφωτισμού και του συνταγματισμού δεν συνιστά μια θεωρητική άσκηση. «Η προσήλωσή μας στη διαφύλαξη όλων εκείνων των εγγυήσεων και των θεσμικών αντιβάρων απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας, δημόσιας και ιδιωτικής, θωρακίζει τη δημοκρατία μας» υπογράμμισε η Πρόεδρος και σημείωσε ότι ο πολιτικός και ιστορικός χρόνος τρέχει πια με ρυθμούς που δυσχεραίνουν την κατανόηση και τη διαχείριση των γεγονότων.
Ακολούθως, αναφέρθηκε σε όλους εκείνους που αμφισβητούν το Κράτος Δικαίου, με αφορμή τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών και μιλούν για κόπωση και κρίση της δημοκρατίας. Στη δημόσια σφαίρα οι εντάσεις είναι πυκνές. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική κινητοποιεί το πάθος και το συναίσθημά μας, διεγείρει το θυμικό μας. Όμως δεν πρέπει να ταυτίζεται με αυτό. Η πολιτική συνομιλεί με τις προτεραιότητες και τις περιστάσεις, υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και το δημόσιο συμφέρον.
Η δημοκρατία μας δεν συρρικνώνεται στη συγκυρία. Τη συγκροτούν, την οριοθετούν και την καθοδηγούν οι βασικές αρχές και αξίες του συνταγματικών μας κειμένων, αυτές που προσέδωσαν πνοή και σθένος στην Πολιτεία μας και συνέχουν τον λαό μας» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και κατέληξε τονίζοντας ότι «Στις κοινές μας αυτές παραδοχές, ιστορικές και αξιακές, πολιτικές και πολιτισμικές, έχουν στερεωθεί και ακμάσει, τους τελευταίους δύο αιώνες, οι σχέσεις μεταξύ των εθνών μας. Σε αυτές έχουμε σήμερα την ιδιαίτερη χαρά να αποδίδουμε από κοινού την πιο υψηλή τιμή».
Στην Εθνική Πινακοθήκη οι υψηλοί προσκεκλημένοι
Στο νέο συγκρότημα της Εθνικής Πινακοθήκης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η σύζυγός του Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη υποδέχθηκαν τους υψηλούς προσκεκλημένους τους στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821.
«Με μεγάλη περηφάνια και συγκίνηση σας καλωσορίζω στην Αθήνα. Στην 200η επέτειο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας αλλά και στα εγκαίνια ενός κοσμήματος της πρωτεύουσας αλλά και ολόκληρης της χώρας, της νέας Εθνικής Πινακοθήκης», τόνισε ο πρωθυπουργός ξεκινώντας την τοποθέτησή του.
Έκανε λόγο για «ένα εμβληματικό πολιτιστικό τοπόσημο που συναντά ένα ανεπανάληπτο ιστορικό ορόσημο» και αναφέρθηκε σε ιστορικά στοιχεία για την Εθνική Πινακοθήκη.
Ο πρωθυπουργός είπε επίσης ότι το σημερινό γεγονός στέλνει ένα ανανεωμένο μήνυμα δυναμισμού στην αυγή του τρίτου αιώνα της ελευθερίας της Ελλάδος. Ανέφερε ότι η εθνική πινακοθήκη ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που συμβάδισε με την πρόοδο του έθνους και η ίδια η ιστορία της συμβάδισε με την ιστορία της χώρας, ξεκινώντας από την Αίγινα το 1829 και τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια να συγκεντρώνει τα πρώτα έργα που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα για ένα μελλοντικό μουσείο. Ως σημαντικό σταθμό της ιστορίας της ανέφερε το 1896 όταν ο λόγιος και νομικός Αλέξανδρος Σούτσος κληροδότησε στο δημόσιο την προσωπική του περιουσία αλλά και την προσωπική του συλλογή για τη δημιουργία της Εθνικής Πινακοθήκης. «Έτσι το 1900 ανατέλλει το νέο Ίδρυμα με πρώτο διευθυντή τον ζωγράφο Γιώργο Ιακωβίδη».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε στο σημείο αυτό ότι είναι πραγματικά μεγάλη του τιμή που «δώδεκα χρόνια μετά την εκκίνηση των εργασιών για τη Νέα Πινακοθήκη αυτή να ανοίγει τις πόρτες της για πρώτη φορά μία μέρα πριν την επέτειο των 200 ετών από την Εθνική Παλιγγενεσία».
Επεσήμανε ότι είχε τεθεί ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα που επετεύχθη χάρη στην υπομονή του υπουργείου Πολιτισμού, την επιστράτευση της εργατικότητας όλων των στελεχών του Υπουργείου, των εξωτερικών συνεργατών και χάρη στο ελληνικό φιλότιμο.
«Σχεδόν δύο αιώνες από τα πρώτα της αποκτήματα η Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί ένα θησαυροφυλάκιο 20.000 έργων», είπε ο πρωθυπουργός τονίζοντας ότι η μόνιμη συλλογή της εκτίθεται για πρώτη φορά με τέτοια λαμπρότητα. «Σε αυτήν αποτυπώνεται ο δρόμος μέσα από τον οποίο η ζωγραφική της νέας Ελλάδος επηρεάστηκε από όλα τα ρεύματα του μοντερνισμού χωρίς όμως να απωλέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παράδοσής της. Έτσι ο Κόντογλου συνυπάρχει αρμονικά με τον Μόραλη και ο Λύτρας με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Αυτός ο πλούτος της Ελλάδος, αυτός ο πλούτος του κόσμου θα απλώνεται στο εξής σε 21.000 τ.μ. με χώρους έκθεσης και φύλαξης των πολύτιμων συλλογών, με αμφιθέατρο, με βιβλιοθήκη, με υπερσύγχρονα εργαστήρια συντήρησης». Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι μέρος του κόστους καλύφθηκε από σημαντικές ιδιωτικές προσφορές με μεγαλύτερη αυτή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
«Η νέα Πινακοθήκη επιβεβαιώνει τον ρόλο της ως κιβωτού της ελληνικής τέχνης με διεθνή ακτινοβολία, αναδεικνύοντας παράλληλα και το μερίδιό της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όμως η επέτειος έναρξης του αγώνα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία στρέφει το ενδιαφέρον μας ειδικά σε 35 έργα φορτισμένα με ιστορία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός αναφερόμενος σε έργα Ελλήνων δημιουργών ανάμεσα στο 1858 και το 1898 αλλά και στο Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα του Ευγένιου Ντελακρουά, την τελευταία του προσφορά στο φιλελληνικό κίνημα και μία ακόμη κατάθεση υπέρ της επανάστασης δίπλα στην Πυρπόληση της Τουρκικής Ναυαρχίδας του Ιβάν Αϊβαζόφσκι.
Υπογράμμισε ότι η Ελλάδα της ελληνικής επανάστασης είχε τότε δίπλα της Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους φίλους, λαούς που οδήγησαν τελικά τις κυβερνήσεις τους στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και στις συνθήκες του Λονδίνου, αυτές που τελικά κατοχύρωσαν την εθνική ανεξαρτησία. «Και εκείνοι οι δεσμοί μαζί με την αδελφική μας σχέση με την Κύπρο δεν λύθηκαν φυσικά στο πέρασμα του χρόνου», είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.
Κλείνοντας ο κ. Μητσοτάκης έκανε μια ιστορική αναδρομή με αναφορά στους δεσμούς με τις χώρες που εκπροσωπούνται στην εκδήλωση αυτή και τη συνεργασία τους καθώς όπως είπε: «μαζί νικήσαμε το τέρας του Ναζισμού πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία μας θέλει σταθερούς συμπολεμιστές στις μεγάλες μάχες της ανθρωπότητας και σήμερα μας βρίσκει δίπλα δίπλα μπροστά στη ‘Λαϊκή Αγορά’ του Τέτση, αυτό το εμβληματικό έργο που κοσμεί την είσοδο της νέας Πινακοθήκης. Είναι ένα έργο αφιερωμένο στην καθημερινή επικοινωνία των απλών ανθρώπων γιατί απλοί άνθρωποι έχτισαν τη σύγχρονη Ελλάδα, με κόπο, δάκρυα, ιδρώτα και συχνά αίμα αλλά πάντα με ελπίδα».
Ο πρωθυπουργός ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του με μια έκκληση στους υψηλούς φίλους της Ελλάδας: «Ας απαντήσουμε λοιπόν με τη σειρά μας και εμείς στην ιστορία μένοντας συνεργάτες και στην ειρήνη και στις νέες προκλήσεις που φέρνει για όλους μας το μέλλον».