Ο ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς, μερικές εβδομάδες πριν φύγει από τη ζωή, μίλησε στον Σταύρο Θεοδωράκη
Ο ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς, μερικές εβδομάδες πριν φύγει από τη ζωή, μίλησε στον Σταύρο Θεοδωράκη
“17 Ιουνίου ημέρα Παρασκευή. Πριν από κάποιες εβδομάδες δηλαδή. Η φωνή του ήταν ίδια, ίσως λίγο πιο αδύνατη.
«Έλα, έλα να τα πούμε». Το ραντεβού κλείστηκε για το τέλος της εβδομάδας. «Θα σε περιμένω».
Έβλεπε ειδήσεις σε μια παλιά τηλεόραση που μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στα βιβλία.
Η κυρία Ελένη, μια δυνατή Μολδαβή, πήρε εντολή να μας φτιάξει καφέδες.
Όπως τις έδινε τις εντολές ο Λεωνίδας. «Θα μας φτιάξεις, βρε Ελένη, δυο καφεδάκια;».
Τον δικό του ούτε τον άγγιξε. Ίσως να του το απαγόρευαν οι γιατροί και να ήθελε μόνο να τον βλέπει στο φλιτζάνι.
Η συνέντευξη – είχα πάει με κάμερες – κύλησε αργά. Κάναμε διαλείμματα αλλά δεν ήταν αυτό. Κάποιες στιγμές σταματούσε. Σαν να βουτούσε σε μεγάλα βάθη. Μια ανάσα – αναστεναγμός; – και συνέχιζε.
«Σταύρο, τελειώσαμε» μου είπε ξαφνικά. Το καροτσάκι κύλησε προς το υπνοδωμάτιο.
Ξάπλωσε κάτω από μια λεπτή λευκή κουβέρτα. Δεν ξέρω γιατί την είχε ανάγκη. Έξω είχε ζέστη. Ίσως να την είχε πλέξει η Καλλί, η γυναίκα του.
«Συνεχώς έπλεκε», μου είχε πει κάποτε. «Άρχισε με τα πουλόβερ στη δικτατορία και από τότε δεν σταμάτησε».
Ο αγαπημένος του γάτος έτρεξε προς τη βεράντα. Ο ξύλινος Δον Κιχώτης του σπιτιού τον περίμενε, να εποπτεύσουν μαζί την Αθήνα από ψηλά.
Πάντα αρέσατε ως ομιλητής, το ξέρατε αυτό;
– Άργησα να το καταλάβω.
Είναι σαν να ακούω ακόμη τη φωνή σας στις μεγάλες συγκεντρώσεις της μεταπολίτευσης.
– Ναι, εκείνες κυρίως, και με καθιέρωσαν.
Επιστρέφετε καθόλου στο παρελθόν;
– Πολλές φορές.
Από πού να αρχίσουμε;
– Να αρχίσουμε από τα δύσκολα χρόνια.
Έχετε περάσει πολλά χρόνια στις φυλακές.
– Με διακοπές 12 χρόνια. Πρώτα ήταν ένα μικρό εξάμηνο. Ύστερα ήρθαν τα πρώτα 5 χρόνια στη φυλακή Αβέρωφ. Ύστερα άλλα 5 χρόνια ξανά στην Αβέρωφ. Μετά στη Φυλακή Τρικάλων, στην Πάτρα… Εσωτερικός τουρισμός στις φυλακές.
Τι ήταν το χειρότερο στη φυλακή;
– Το μεγάλο βασανιστήριο του αποκλεισμού.
Οι εξουσίες σάς φοβόντουσαν, οι δεσμοφύλακες σάς σεβόντουσαν;
– Κατά κανόνα ναι. Υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, αλλά υπήρχαν και άλλοι που έδειχναν τη συμπάθειά τους.
Για πείτε μου…
– Ένα βράδυ, ακούω μια σιγανή φωνή από το παραθυράκι. «Κύρκο, έλα να σου πω». Λέω από μέσα μου, «ετοιμάσου Λεωνίδα». Πάω και μου έδωσε ένα 500άρικο, ήταν ποσό εκείνη την εποχή. Έφυγε και δεν πρόλαβα καλά καλά να δω το πρόσωπό του.
Παντού μπορεί να συναντήσει κανείς καλούς ανθρώπους…
– Παντού, αυτό είναι αλήθεια.
Ισχύει και το αντίστροφο; Παντού μπορεί να συναντήσεις κακούς ανθρώπους; Και στα γραφεία της Αριστεράς ας πούμε;
– Ναι μπορεί.
Υπήρξαν στιγμές που νιώσατε πιο κοντά σε αντιπάλους, παρά σε συντρόφους;
– Σπάνιες. Υπήρξαν όμως.
Θέλετε να μου πείτε κάποια από αυτές τις φορές;
– Η πιο κραυγαλέα ήταν όταν ένας σύντροφος δολοφόνησε μπροστά στα μάτια μου τον φοιτητή της Νομικής Κίτσο Μακρυγιάννη – Μαλτέζο, έναν λεβέντη νέο. Ο Εμφύλιος ήταν γεμάτος με τέτοια περιστατικά. Σε μερικούς όμως δεν δίδαξαν τίποτε.
Σε ποιους αναφέρεστε;
– Σε αυτούς που μπαίνουν μέσα στις λαϊκές εκδηλώσεις και προσπαθούν να κάνουν φασαρίες. Το βλέπουμε και στις τρομερές εκδηλώσεις των «Αγανακτισμένων». Κάποιοι προσπαθούν να τις στρέψουν σε οχλοκρατικές εκδηλώσεις ενώ έχουν φιλειρηνικό χαρακτήρα.
Υπάρχουν όμως και ορισμένοι αριστεροί που είναι σαν να μην πιστεύουν στην αξία της ειρηνικής διαμαρτυρίας…
– Έχεις δίκιο. Και υποδαυλίζουν τον καβγά. Ο καθένας για να γίνει περσόνα της ημέρας, προσπαθεί να σκαρώσει ένα επεισόδιο. Ακόμη και στη Βουλή. Και προφανώς επιχαίρουν την επόμενη ημέρα που η φωτογραφία τους μπαίνει στις εφημερίδες. Χωρίς τα επεισόδια μπορεί και να μην υπήρχαν.
Δεν έχετε υπάρξει ποτέ βίαιος στη ζωή σας;
– Δεν ήμουν πάντα χαμογελαστός. Θα ήμουν ηλίθιος. Ανάλογα με τις στιγμές των αναμετρήσεων ανέβαιναν οι τόνοι.
Ποια ήταν η πιο βίαιη περίοδος στη ζωή σας; Τα Δεκεμβριανά;
– Ναι. Άργησα να καταλάβω ότι ο Δεκέμβρης, ηρωικός από την πλευρά της αντίστασης του λαού, ήταν ταυτόχρονα η αρχή του κακού, η αρχή του Εμφυλίου. Και αντί να εξυμνούμε μόνο την πλευρά της αντίστασης, έπρεπε να δούμε το χάος που σπέρναμε. Δεν το είδαμε και δεν φυλαχτήκαμε, και κάποιοι εξακολουθούμε το ίδιο λάθος. Λέμε αυτά τα λαϊκίστικα περί α
νυπακοής και απειθαρχίας. Αυτά τα έλεγε και ο Μουσολίνι. Κάποιοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον εγωισμό και τη βλακεία.
Κάποιος θα σας έλεγε «με απέλυσαν, δεν έχω ελπίδα, άρα δεν έχω λόγο να μην είμαι βίαιος»…
– Ναι, αλλά η βία αντί να επιλύσει τα προβλήματα οδηγεί σε αδιέξοδα και τραγωδίες. Ακούω την Αλέκα που λέει ότι εμφύλιος πόλεμος είναι η ανώτατη μορφή ταξικής πάλης. Αλίμονο. Είναι η είσοδος στο τούνελ, απ’ όπου για να βγει κανείς χρειάζονται διπλάσιες προσπάθειες. Αυτό δεν καταλαβαίνουν κάποιοι ψευτοεπαναστάτες. Ας πάμε στις μέρες μας να κάνουμε έναν απολογισμό. Ποιον βοήθησαν οι σπασμένες βιτρίνες των περασμένων μηνών; Ποιον βοήθησαν τα κατεστραμμένα εργαστήρια του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης; Ποιον βοήθησαν οι βανδαλισμοί στο Σύνταγμα; Ποιοι ηλίθιοι εγκέφαλοι φαντάστηκαν ότι από εκεί ξεπηδούσε το άρωμα ενός καινούργιου κόσμου;
(Η συζήτηση διακόπτεται από την «εισβολή» ενός μεγαλόσωμου γάτου που αναζητεί χάδια…)
Ποιος είναι αυτός;
– Ο αγαπημένος μου Μπομπόνης Β’.
Ο Μπομπόνης που είχα γνωρίσει;
– Ο Μπομπόνης Α’ μας άφησε χρόνους και μας άφησε και το όνομά του.
Πάντα θα υπάρχει ένας Μπομπόνης σε αυτό το σπίτι δηλαδή…
– Πάντα και χαίρομαι που του έχουν αγάπη και τα παιδιά μου, η νύφη μου… Καμιά φορά στον δρόμο με ρωτάνε: «Τι κάνει ο Μπομπόνης;» Λέω: «Μαζί του ζούμε. Για να δούμε έως πότε».
Γάτες, φυσαρμόνικα, βιβλία. Για πείτε μου άλλες αγάπες…
– Μια φορά ήταν το σκάκι. Καμιά φορά ξυπνούσαμε το πρωί στη φυλακή και πριν καλά καλά πλυθούμε παίρναμε τη θέση μας στη σκακιέρα για να συνεχίσουμε τον αγώνα που είχαμε αφήσει στη μέση από το προηγούμενο βράδυ.
Παίζατε και φυσαρμόνικα στη φυλακή;
– Φυσικά. Και τραγουδούσαμε. Τις ημέρες της ηρεμίας βέβαια – γιατί υπήρχαν και ημέρες αναστάτωσης και ξυλοδαρμών.
Εκείνο το δίσκο με τον Χατζιδάκι πάντως δεν τον βγάλατε…
– Και το έχω χιλιομετανιώσει.
Να ένας πολιτικός αντίπαλος που αγαπούσατε, ο Μάνος.
– Δεν ήταν πολιτικός αντίπαλος ο Μάνος.
Απεχθανόταν τους αριστερούς υποτίθεται.
– Δεν είχε πει τέτοιο πράγμα ο Μάνος, αλλά κι αν το είχε πει στο στόμα τού Μάνου δεν είχε τη σημασία που είχε στο στόμα ενός αλφαμίτη. Ο Μάνος ήταν η ευγενέστερη ψυχή που παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα.
Δηλαδή στο παλιό δίλημμα Μάνος ή Μίκης, εσείς με ποιον ήσασταν;
– Ήμουν μισός μισός. Πάντα φίλος του Μίκη, πάντα φίλος του Μάνου.
Πότε πάψατε να μιλάτε με τον Μίκη;
– Δεν έπαψα, παρά τις τρέλες που κάνει τώρα τελευταία, η γραμμή μου είναι ανοιχτή, δεν την έκλεισα.
Τον ακούσατε που μίλησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη;
– Όχι. Ήξερα τι θα πει. Ήταν ο Μίκης της παρακμής. Δεν ήταν ο Μίκης της ακμής. Ήταν σαν να έκανε παραχωρήσεις σε σκοτεινές θεωρίες… Στον εθνικισμό, τον ρατσισμό. Και είναι κρίμα, γιατί στο γέρμα της ζωής του έπρεπε να βρει ένα γενναίο μήνυμα να απευθύνει, να εξυψώνει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι που τον αγαπάνε του τα φωνάζουν αυτά.
Οι σύντροφοι σας πληγώνουν πιο πολύ από τους εχθρούς…
– Καμιά φορά ναι.
Στους συντρόφους σας να συμπεριλάβω και τον Τσίπρα;
– Ναι. Έκανα μια φορά ένα λάθος και θέλω τώρα να το πω. Είχα κανονίσει τη συνάντηση με τους αρχηγούς των κομμάτων και τότε, βλακωδώς, απέκλεισα τον Τσίπρα. Δεν μου άρεσε η εκλογή του, είναι γνωστό, αλλά έπρεπε και να μην προβώ σε μια ενέργεια που ήταν απολίτιστη.
Είστε αυστηρός με τον εαυτό σας…
– Δεν με έχω χαϊδέψει, αυτό είναι αλήθεια.
Ξέρετε τι άλλο είναι της μόδας σήμερα; Το γιουχάισμα των πολιτικών. Η μούντζα, τα γιαούρτια, καμιά πέτρα καμιά φορά…
– Ναι, τα παρακολουθώ με θλίψη. Είναι αξιοθρήνητα φαινόμενα συνειδήσεων που δεν έχουν ωριμάσει… Δεν έχουν σκεφτεί τίποτε. Παίζουν. Δεν καταλαβαίνουν πού μπορεί να οδηγήσουν.
Πού μπορεί να οδηγήσουν; Πέρα από το να φοβούνται οι πολιτικοί να βγουν από τα σπίτια τους.
– Ο καταπιεστικός μηχανισμός πάντα καραδοκεί… Μια καινούργια δικτατορία.
Δεν έχουμε τελειώσει με αυτά λέτε;
– Όχι δεν έχουμε τελειώσει. Η Ιστορία μάς λέει ότι όταν η ταξική πάλη «οξύνεται» – για να μιλήσουμε με όρους του ΚΚΕ – οι δυνάμεις της εκμετάλλευσης βρίσκουν καινούργια αποθέματα να συγκροτηθούν και να επιτεθούν.
Ο Παπανδρέου;
– Δεν ξέρω γιατί, έχει διακόψει κάθε επαφή μαζί μου.
Σας απογοήτευσε;
– Ναι. Σαφώς.
Με τον Ανδρέα τα λέγατε ποτέ ως φίλοι;
– Κυρίως πριν από την 21η Απριλίου. Είχαμε μάλιστα ορίσει ότι όταν θέλαμε να επικοινωνήσουμε και δεν μπορούσαμε, εκείνος θα είχε τον Λιβάνη και εγώ τον Μι
χαλόπουλο. Έχει ενδιαφέρον η τελευταία μας στιχομυθία…
Για πείτε μου…
– Μου έλεγε «ετοιμαστείτε για μεγάλες αναταράξεις, θα τα βάλουμε με το Παλάτι!». «Α», λέω, «έχει εξασφαλιστεί ο ρόλος του Στρατού»; «Ναι. Τον ελέγχουμε πλήρως». Τότε αρχηγός του επιτελείου ήταν ένας προσωπικός του φίλος. Αλλά ο Ανδρέας είχε πολλές αυταπάτες και όταν έφθασε η στιγμή, ο Στρατός πήγε με τον βασιλιά. Και ο Ανδρέας έμεινε μόνος.
Μεγαλώνοντας άλλαξε η σχέση σας με τον Θεό;
– Όχι.
Συνεχίζετε δηλαδή να μην πιστεύετε στον Παράδεισο και την Κόλαση;
– Αλίμονο… Αρκετά ζήσαμε, αρκετά υποφέραμε, δεν έγινε κανένα θαύμα μπροστά μου που να με πείσει για τον άλλο δρόμο.
Ποια θα ήταν σήμερα η συμβουλή σας στους νεότερους;
– Πέρα από τον αγώνα; Να διαβάζουμε και να μη σαχλαμαρίζουμε.
Το «σαχλαμαρίζουμε» τι περιλαμβάνει δηλαδή;
– Όλοι καταλαβαίνουν…
Θα σωθούμε λέτε;
– Αν βρεθεί ένα νέο εθνικό όραμα, μπορεί. Τα μνημόνια από μόνα τους δεν σε σώζουν. Χρειάζεται να σηκωθεί το Έθνος. Αλλά ποιος θα το σηκώσει;
ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ