Για την επαναφορά και ενίσχυση του θεσμού του Συμβουλίου Ιδρύματος στα ΑΕΙ, δεσμεύτηκε ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, με ανάρτησή του στο Facebook, ενώ τόνισε ότι σύντομα η Ελλάδα «θα γίνει κανονική χώρα και θα έχει και την εκπαιδευτική πολιτική που χρειάζεται και τον υπουργό Παιδείας που αξίζει».
Με αφορμή την επιστολή παραίτησης των έξι καθηγητών του Συμβουλίου Ιδρύματος του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ακόμη ότι «η απελευθέρωση του ελληνικού πανεπιστημίου από τα δεσμά του χθες, θα αποτελέσει βασικό μέλημα και μία από τις προτεραιότητες της μελλοντικής κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας».
Αναλυτικά, στην ανάρτησή του ο κ. Μητσοτάκης αναφέρει:
«Διάβασα – με μεγάλη λύπη – την επιστολή παραίτησης των έξι επιφανών προσωπικοτήτων του Συμβουλίου Ιδρύματος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που έρχεται να προστεθεί στις παραιτήσεις διακεκριμένων προσωπικοτήτων από τα άλλα ιδρύματα της χώρας.
Με λύπη, διότι ήμουν ανάμεσα στους 255 βουλευτές που ψήφισαν το νόμο 4009/2011, γνωστό και ως «νόμο Διαμαντοπούλου». Ένωσα κι εγώ τις δυνάμεις μου με εκείνους που διεκδίκησαν την αλλαγή σελίδας στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Ήταν μια ξεχωριστή στιγμή για το πολιτικό μας σύστημα. Υπερβήκαμε διαχωριστικές γραμμές για να συμφωνήσουμε σε ένα θέμα μείζονος εθνικής σημασίας.
Ο νόμος, ανάμεσα σε άλλα, προέβλεπε τη θέσπιση ενός Συμβουλίου Ιδρύματος για κάθε πανεπιστήμιο, ενός δημοκρατικά εκλεγμένου οργάνου, στο οποίο θα συναποφάσιζαν καθηγητές του ιδρύματος, μαζί με προσωπικότητες από πανεπιστήμια του εξωτερικού και φορείς της κοινωνίας. Η δομή αυτή επέτρεψε σε αρκετά πρόσωπα του σπουδαίου επιστημονικού δυναμικού της ελληνικής διασποράς – από κορυφαία πανεπιστήμια του πλανήτη – να μεταφέρουν τις παραστάσεις και την τεχνογνωσία τους στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Το ζητούμενο ήταν να απελευθερώσει η χώρα το τεράστιο δυναμικό των καθηγητών, των ερευνητών και των φοιτητών της – και τα πανεπιστήμια να πάψουν να είναι πεδίο κομματικού ανταγωνισμού και πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το ζητούμενο αυτό σήμερα παραμένει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Το ελληνικό πανεπιστήμιο υπήρξε ιστορικά η ισχυρότερη βάση προσωπικής και κοινωνικής προόδου και προκοπής στην Ελλάδα. Εξέφρασε τις ελπίδες εκατομμυρίων οικογενειών που αποζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Σε έναν κόσμο που τρέχει, χρειαζόμαστε ένα πανεπιστήμιο το οποίο διαρκώς θα μεταρρυθμίζεται, το οποίο θα ακολουθεί τις καλύτερες διεθνείς τάσεις και που θα δίνει ουσιαστικές ελπίδες εξέλιξης, τόσο για τους σπουδαστές του, όσο και για την ερευνητική του κοινότητα. Χρειαζόμαστε επίσης ένα πανεπιστήμιο, το οποίο θα προσελκύσει φοιτητές πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, που θα βοηθήσει στη δημιουργία νέων καινοτόμων επιχειρήσεων, που θα αποτελέσει θεμέλιο λίθο του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Τίποτε από όλα αυτά δεν αποτελεί κομμάτι της φιλοσοφίας και των επιλογών της σημερινής κυβέρνησης, η οποία είναι ξεκάθαρο ότι επιθυμεί ένα πανεπιστήμιο απομονωμένο και αποκομμένο, ένα πανεπιστήμιο χωρίς προοπτική και όραμα.
Τα Συμβούλια Ιδρύματος είναι ένας θεσμός τον οποίο δεσμεύομαι προσωπικά ότι θα αποκαταστήσουμε και θα ενισχύσουμε. Αλλά δεσμεύομαι επίσης προσωπικά, ότι η απελευθέρωση του ελληνικού πανεπιστημίου από τα δεσμά του χθες, θα αποτελέσει βασικό μέλημα και μία από τις προτεραιότητες της μελλοντικής κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω προσωπικά όλους όσοι υπηρέτησαν στα συμβούλια, αφιερώνοντας χρόνο και κόπο για να βοηθήσουν τον τόπο τους. Τους ζητώ να κάνουν λίγο υπομονή, να μη θεωρήσουν ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη τον καθένα και την καθεμία τους εξ’ αιτίας της «σκοτεινής» περιόδου που διανύουμε. Θέλω να γνωρίζουν ότι η χώρα μας σύντομα θα ζητήσει και πάλι την αρωγή τους. Θέλω να γνωρίζουν επίσης, ότι η Ελλάδα, θα γίνει σύντομα μία κανονική χώρα, μία χώρα που θα έχει και την εκπαιδευτική πολιτική που χρειάζεται και τον υπουργό Παιδείας που αξίζει…».