«Η Ελλάδα προασπίζεται τα νησιά της, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού χώρου» ανέφερε ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά την ειδική συνεδρίαση για τα 70 χρόνια από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Όπως επισήμανε ο κ. Μητσοτάκης, «κανένας δεν μπορεί να επιβουλευθεί και κανείς δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσει» τα Δωδεκάνησα. «Η Ελλάδα είναι έτοιμη να κάνει πράξη αυτήν την αυτονόητη πολιτική σε όλα τα επίπεδα. Διπλωματικά και επιχειρησιακά, πάντα σε κλίμα ομοψυχίας και αποφασιστικότητας. Διεκδικώντας της ενεργή στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της παγκόσμιας κοινότητας. Ειδικά όταν το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας», υπογράμμισε.
Επισήμανε παράλληλα πως η καλύτερη ασπίδα για τα νησιά μας είναι η τοπική ανάπτυξη. «Χρειάζεται επιτέλους μια στοχευμένη πολιτική ανάπτυξης για τα νησιά μας. Χρειάζεται να κάνουμε πράξη την περίφημη ρήτρα νησιωτικότητας που συχνά έχει καταστεί κενό γράμμα. Μια πολιτική που να αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες και τα πλεονεκτήματά του», σημείωσε.
Τόνισε ακόμη την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και των συνεπειών της στη ζωή των νησιωτών . «Η Ελλάδα, ιδίως η νησιωτική Ελλάδα, δικαιούται και περιμένει μια έντιμη και σοβαρή πολιτική για το προσφυγικό. Μια πολιτική που να βλέπει το πρόβλημα στην ανθρώπινη διάστασή του. Αλλά και μια πολιτική που να αντιμετωπίζει με σοβαρό τρόπο τις συνέπειες που έχει το προσφυγικό στη ζωή των νησιών μας», επισήμανε.
Αναφερόμενος ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα το 1947 ο πρόεδρος της Ν.Δ. παρατήρησε ότι η ιστορία διδάσκει μαθήματα για το παρόν αλλά και για το μέλλον του τόπου. «Αυτό που μας μαθαίνει η ιστορία της ένωσης των Δωδεκανήσων – 70 χρόνια μετά – είναι η ανάγκη να γνωρίζουμε που βρίσκεται η Ελλάδα μέσα στη μεγάλη διεθνή σκακιέρα. Η δύναμη αυτή δεν βασίζεται στα μεγάλα λόγια. Δεν πηγάζει από ανούσιους παληκαρισμούς ή από εύκολους τυχοδιωκτισμούς. Όποτε, άλλωστε, τους επιχειρήσαμε, έφεραν την καταστροφή», είπε για να προσθέσει ότι «η στήριξη της διεθνούς κοινότητας δεν ήταν ούτε δεδομένη ούτε αυτονόητη» αλλά «επιδιώχθηκε ενεργά και καλλιεργήθηκε προσεκτικά και συστηματικά».