Για την ανάγκη οι σχέσεις με την Εκκλησία να είναι σταθερές με αμοιβαίο σεβασμό στους διακριτούς ρόλους έκανε λόγο ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να συναινέσει στην αλλαγή των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν αυτή τη σχέση.
Κατά την επίσκεψή του στον φιλανθρωπικό οργανισμό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Αποστολή» υπογράμμισε ότι στα πέτρινα χρόνια του μνημονίου η Ελλάδα βρήκε στήριγμα στην Εκκλησία.
Προανήγγειλε ότι θα διευρύνει όλες τις συνέργειες μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας «που μπορούν να βοηθήσουν την πατρίδα όπως για παράδειγμα, η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία μπορεί και πρέπει να είναι πολλαπλά επωφελής» καθώς και ότι θα υπάρξει παροχή γενναίων φορολογικών κινήτρων για όσους επιλέγουν να διαβούν τον αγαθό δρόμο της φιλανθρωπίας.
Κατηγόρησε όσους υβρίζουν αναίτια και απρόκλητα την Εκκλησία «ώστε να διατηρούν κάποιοι ένα δήθεν “προοδευτικό” άλλοθι και να μπορούν μετά να ψηφίζουν μέτρα σκληρής λιτότητας ελαφρά τη καρδία. Ή πάλι να προσκολλώνται στην Εκκλησία κάποιοι, ενώ ποτέ δεν την έχουν πιστέψει και ποτέ δεν την έχουν υπηρετήσει πνευματικά. Να προσκολλώνται όψιμα μόνο και μόνο γιατί έτσι θεωρούν ότι εξυπηρετούνται οι πολιτικοί τους στόχοι».
Μιλώντας για τη Συνταγματική Αναθεώρηση και τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας ξεκαθάρισε ότι η Νέα Δημοκρατία δεν κρίνει αναγκαία και δεν πρόκειται να συναινέσει στην αλλαγή των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας.
«Η ανεξιθρησκεία και ο σεβασμός όλων των θρησκειών έχουν απόλυτη κατοχύρωση. Ως εκ τούτου μια ουσιαστική κατάργηση του άρθρου 3 του Συντάγματος ή του Προοιμίου του Συντάγματος δεν θα πρόσφερε τίποτα ουσιαστικό» πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στο ρόλο που διαδραματίζει διαχρονικά η Εκκλησία, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι παραμένει πάντα στην πρώτη γραμμή ως κιβωτός αρχών, αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής μας ταυτότητας και θεμέλιο ανθρωπιστικών αξιών στην πράξη.