Ο κορωνοϊός στα σχολεία και τις κατασκηνώσεις ίσως να μεταδίδεται πιο εύκολα απ’ ό,τι θεωρείτο αρχικά, μετά την εμφάνιση νέων στοιχείων από τα ξεσπάσματα του ιού στην αμερικανική πολιτεία της Τζόρτζια και το Ισραήλ.
Σύμφωνα με αναφορά του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) σχετικά με μια εστία σε παιδική κατασκήνωση στη Τζόρτζια εκτιμά ότι τα παιδιά –ακόμη και τα ασυμπτωματικά κρούσματα-ίσως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της Covid-19 στην κοινότητα μεταδίδει η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Τα νέα στοιχεία έρχονται σε αντίθεση με έναν αριθμό παλαιότερων ερευνών οι οποίες έτειναν να συμφωνούν ότι τα παιδιά σπανίως μεταδίδουν τον ιό μεταξύ τους ή σε άλλους ενήλικες.
Αυτήν την εβδομάδα 260 υπάλληλοι ενός από τα μεγαλύτερα σχολικά συγκροτήματα της Τζόρτζια απαγορεύτηκε να εισέλθουν στο χώρο του σχολείου ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς, καθώς είτε είχαν τον ιό είτε είχαν έρθει σε επαφή με ένα μολυσμένο άτομο.
Η αποκάλυψη ήρθε μετά από μία επίσημη αναφορά για μία εκδήλωση «υπερμετάδοσης», επίσης στη Τζόρτζια, όπου περισσότεροι από 200 έφηβοι που είχαν διανυκτερεύσει σε summer camp είχαν επίσης μολυνθεί.
Αν και το καμπ, όπου φιλοξενήθηκαν περίπου 600 νέοι, είχε ακολουθήσει τα πρωτόκολλα προστασίας, μεταξύ των οποίων η χρήση μάσκας από το προσωπικό, οι κατασκηνωτές δεν ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν και οι τοπικές υγειονομικές Αρχές είπαν ότι «σχετικά μεγάλες» ομάδες παιδιών μεταξύ 6 και 19 ετών κοιμήθηκαν σε κοινά δωμάτια.
Σύμφωνα με μια αναφορά από τις υγειονομικές Αρχές της Τζόρτζια και το CDC, η εστία ξεκίνησε στα τέλη Ιουνίου και γνωστοποιήθηκε όταν ένας έφηβος υπάλληλος ανέπτυξε συμπτώματα. Αφού ελέγχθηκαν 344 παριστάμενοι, 260 από αυτούς εντοπίστηκαν θετικοί.
Ανατροπή
Το ίδιο ανησυχητικό, σύμφωνα με την αναφορά, είναι το γεγονός ότι –αντίθετα με παλαιότερες θεωρίες σχετικά με τη μετάδοση της ασθένειας στα παιδιά- μικρότερα παιδιά, καθώς και εκείνα που πέρασαν περισσότερο χρόνο στο καμπ, εμφανίστηκαν πιο πιθανό να μολυνθούν.
Σύμφωνα με την αναφορά του CDC: «Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο Sars-CoV-2 μεταδίδεται αποτελεσματικά σε περιβάλλοντα των νέων κατά τη διάρκεια της νύχτας, προκαλώντας υψηλά ποσοστά μόλυνσης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, παρά τις προσπάθειες να επιβληθούν οι στρατηγικές που ενδείκνυνται προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση».
Η αναφορά πρόσθετε: «Η ασυμπτωματική μόλυνση ήταν συνηθισμένη και πιθανά συνέβαλε στην μη διαγνωσμένη μετάδοση, όπως είπε αναφερθεί παλαιότερα. Αυτή η έρευνα προστίθεται στο σώμα των στοιχείων που δείχνουν ότι τα παιδιά όλων των ηλικιών στη μόλυνση του Sars-CoV-2 και, αντίθετα με νεότερες αναφορές, ίσως παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση.
Ανεπαρκής γνώση
Εν μέσω ένθερμης συζήτησης σε πολλά μέρη του κόσμου για την επανέναρξη ή όχι των σχολείων, τα γεγονότα της Τζόρτζια υπογραμμίζουν πόσα λίγα είναι γνωστά για τη μετάδοση της Covid-19 ανάμεσα στους νέους, καθώς η περισσότερη προσοχή τους τελευταίους μήνες δίνεται στους γηραιότερους και τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς.
Ένας παράγοντας, σύμφωνα με τον επιδημιολόγο του Χάρβαρντ Γουίλιαμ Χάνατζ, είναι το γεγονός ότι πολλές χώρες έκλεισαν τα σχολεία στην αρχή της πανδημίας, μην επιτρέποντας την πραγματοποίηση εκτεταμένων ερευνών για το πώς μεταδίδεται ο ιός ανάμεσα στα παιδιά, και οι μελέτες σχετικά με τα παιδιά και τη μετάδοση υπήρξαν κάποιες φορές προβληματικές.
«Οι έρευνες που διεξάγονται στα σπίτια τυπικά συμπεραίνουν ότι τα παιδιά μολύνονται και μεταδίδουν σπάνια. Αλλά αυτές οι έρευνες υποφέρουν από μία προκατάληψη, που είναι το γεγονός ότι ξεκινούν με την ταυτοποίηση ενός ανθρώπου που είχε μολυνθεί και συνεχίζεται με τον έλεγχο των ανθρώπων του περιβάλλοντός του».
«Τώρα, επειδή τα παιδιά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να εμφανίζουν σοβαρά συμπτώματα ή και συμπτώματα γενικώς, αυτό σημαίνει ότι ένας ενήλικας είναι πιο πιθανό να αναγνωριστεί ως αρχικό κρούσμα. Και στη συνέχεια, όταν κατά την ιχνηλάτηση φτάσεις στο παιδί, υποθέτεις ότι ίσως ο ενήλικας το μετέδωσε στο παιδί», συνεχίζει ο επιδημιολόγος.
Ένα άλλο στοιχείο έχει να κάνει με το γεγονός ότι με το κλείσιμο των σχολείων και των άλλων αλληλεπιδράσεων περιορίζει την ευκαιρία τα παιδιά να έρθουν σε επαφή μέσω της οποίας θα μπορούσε να μεταδοθεί ο ιός.
Επομένως τα παιδιά δεν έχουν την αλληλεπίδραση που περιμένουμε αν τα σχολεία ανοίξουν».
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Χάνατζ λέει: «Αν η μετάδοση στην κοινότητα είναι μικρή, το κόστος των κλειστών σχολείων για τα παιδιά είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι αν είναι ανοικτά.
»Ωστόσο, αν η μετάδοση στην κοινότητα είναι μεγάλη ή αυξάνεται, τα ανοικτά σχολεία μπορούν να μεγεθύνουν το πρόβλημα. Ωστόσο δεν είναι σαφές πόσο.
Εξάλλου, το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν πολύ λιγότερο σοβαρά συμπτώματα, σημαίνει ότι ακόμη και σε ένα ενδεχόμενο υψηλής μετάδοσης σε ένα δημοτικό σχολείο είναι πιο πιθανό να εντοπιστούν κρούσματα ανάμεσα σε ενήλικες παρά σε παιδιά».
Το παράδειγμα του Ισραήλ
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Τζόρτζια φαίνεται πως αντικατοπτρίζουν την εμπειρία του Ισραήλ όπου το γρήγορο και πλήρες άνοιγμα των σχολείων συνέβαλε σε ένα δεύτερο κύμα.
Το Ισραήλ στην πρώτη φάση της πανδημία επαινέθηκε για την αποτελεσματική διαχείριση του ιού, μετά την επιβολή ενός αυστηρού lockdown τον Μάρτιο το οποίο συγκράτησε τη μετάδοση του κορωνοϊού. Ωστόσο, τα μέτρα σταδιακά χαλάρωσαν προκειμένου η κυβέρνηση αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση: τον Μάιο οι γονείς επέστρεψαν στη δουλειά και τα παιδιά στα σχολεία.
Ωστόσο στο τέλος του μήνα ο ιός μεταδόθηκε μέσω των τάξεων και οι Αρχές αναγκάστηκαν να κλείσουν περισσότερα από 100 σχολείο πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς, αναγκάζοντας χιλιάδες μαθητές και καθηγητές να τεθούν σε καραντίνα.
Το σχολείο που «χτυπήθηκε» περισσότερο από τον κορωνοϊό ήταν το γυμνάσιο Rehavia στην Ιερουσαλήμ, όπου 153 μαθητές και 25 εκπαιδευτικοί διαγνώστηκαν θετικοί.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον κυβερνητικό χειρισμό απέναντι στην κρίση και τονίζοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη κοινωνική αποστασιοποίηση σε σχολεία και χώρους εργασίας, η υπουργός δημόσιας υγείας του Ισραήλ, Siegal Sadetzki υπέβαλε την παραίτησή της.
Και παρότι η κυβέρνηση επέβαλε κάποια νέα μέτρα, όπως το κλείσιμο των εμπορικών κέντρων τα Σαββατοκύριακα και τον περιορισμών των παρευρισκόμενων σε χώρους λατρείας, τα καλοκαιρινά σχολεία παρέμειναν ανοικτά.
Η Zhuravel Segal, μητέρα δύο παιδιών, ηλικίας 3 και 5 ετών, θεωρεί ότι μετά την αρχική ανταπόκρισή της απέναντι στην πανδημία, η κυβέρνηση «έχασε το δρόμο της».
«Ο τρόπος που διαχειρίστηκε την κρίση τους τελευταίους δύο μήνες ήταν η μεγαλύτερή μου απογοήτευση για τη δημόσια ζωή του Ισραήλ», λέει.