«Η Βουλή πρέπει να γίνει ο κοινοβουλευτικός πυλώνας της ανόρθωσης της χώρας και να ανατρέψει την εικόνα απαξίωσής της. Είναι ένας πολύ δύσκολος, τιτάνιος στόχος, αλλά ας μην αποδειχθεί και σισύφειος».
Με αυτή τη χαρακτηριστική αποστροφή του λόγου του, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, θέλησε να σηματοδοτήσει τις προθέσεις του για τη λειτουργία της νέας Βουλής όπως ο ίδιος την οραματίζεται: δεσμεύτηκε ότι θα μεριμνήσει για την κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και έκφρασης όλων των βουλευτών, καθώς και την τήρηση της τάξης και τόνισε ότι «καλούμαστε να είμαστε χρήσιμοι και γόνιμοι, όχι προφανώς συμφωνώντας σε όλα, αλλά μέσα από μια πολιτική αντιπαράθεση που εξελίσσεται σε μορφή ελευθερίας».
Έμφαση έδωσε «στην ποιοτική πολιτική υπόσταση της Βουλής», τονίζοντας ότι «μετά την πρόσφατη εντολή του ελληνικού λαού η αποκατάσταση του κύρους του Κοινοβουλίου είναι για την κυβέρνηση εξίσου αν όχι η επιτακτικότερη ανάγκη».
«Αν η ομιλία κάθε νεοεκλεγμένου προέδρου της Βουλής οφείλει να υπογραμμίσει πως θα συνεχισθεί ή θα διορθωθεί και -προφανώς θα διευρυνθεί- το πολύπτυχο και πολυσήμαντο έργο της Βουλής σε όλα τα επίπεδα με τη βοήθεια του συγκροτημένου προσωπικού της, άλλο τόσο και περισσότερο σε αυτή τη συγκυρία χρέος μας είναι να συμβάλουμε, ώστε στα μάτια και στη συνείδηση των πολιτών η Βουλή να ανατρέψει την εικόνα απαξίωσής της, φιλοδοξώντας να γίνει ο κοινοβουλευτικός πυλώνας της ανόρθωσης της χώρας. Στόχος πολύ δύσκολος, τιτάνιος θα έλεγα, αλλά ας φροντίσουμε να μην αποδειχθεί και σισύφειος», τόνισε ο κ. Τασούλας και συνέχισε λέγοντας: «Σε τι τοπίο και με ποιον ορίζοντα ξεκινά τις εργασίες της η νέα εξακομματική Βουλή; Προφανώς απέχουμε πολύ από την περιγραφή της πατρίδος του, όπως την έκανε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στο συναρπαστικό βιβλίο του “Τα Νεανικά μου Χρόνια”. Η μεγάλη εικόνα για μας είναι προφανώς διαφορετική, εκτός, ελπίζω, από τη συνειδητοποίηση του καθήκοντος να στερεώσουμε με διάρκεια τη χώρα και τους θεσμούς της. Είναι και αφάνταστα δυσκολότερη, αλλά και προκλητικά απλή: Τα χρόνια της κρίσης σε οικονομικούς όρους, η Ελλάδα πήγε 25% πίσω στο ΑΕΠ της και η Ευρωζώνη 25% μπροστά».
«Γι’ αυτό και το κοινό όραμα του λαού μας, του κουρασμένου και εύλογα δύσπιστου λαού μας, είναι η επίτευξη της προκοπής και μιας καλύτερης και ισχυρής Ελλάδος. Αυτή την Ελλάδα καλείται η τρισυπόστατη Πολιτεία να επιδιώξει. Αυτή την Ελλάδα οφείλουμε εμείς, οι αντιπρόσωποι του κυρίαρχου λαού, να χτίσουμε μέσα από τη θεσμική αρματωσιά της νομοθετικής εξουσίας» συμπλήρωσε.
Καλωσορίζοντας τους βουλευτές, νέους και παλιούς, επικαλέστηκε απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου “Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος”, για να τονίσει ότι «στον δρόμο, όπου στήνονται οι πιο πολλές ενέδρες είναι ο δημόσιος βίος, η πολιτική».
«Όταν μιλάμε και επιδιώκουμε την ισχυρή Ελλάδα, κυριολεκτικά δεν ζητούμε επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά προσπάθεια κατάκτησης της κανονικότητας, χωρίς φυσικά να αρνούμαστε ένα ιστορικών διαστάσεων έργο εδαφικής επέκτασης και οικονομικής ανόρθωσης της χώρας, που επιτελέστηκε, παρά τους επτά πολέμους, τους τέσσερις εμφυλίους και τις επτά πτωχεύσεις. Το Κοινοβούλιο και η αντιπροσωπευτικότητα, αυτό δηλαδή που ο Αλέξανδρος Σβώλος χαρακτήρισε ως το ύπατο δείγμα της σοφίας των ανθρώπων, το ultimum sapientiae, ωστόσο δεν βγαίνουν αλώβητα από την κρίση. Απεναντίας υπέστησαν τεράστιο πλήγμα κυρίως αποξένωσης του λαού, αλλά και επιπτώσεων από το σφιχταγκάλιασμα της εκτελεστικής εξουσίας», επεσήμανε ο κ. Τασούλας και πρόσθεσε: «Η κυβέρνηση επιδιώκει να βελτιώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό είναι μετρήσιμο. Να αξιοποιήσει περισσότερο το Π.Δ.Ε. Αυτό είναι μετρήσιμο. Να μειώσει την ανεργία. Αυτό είναι μετρήσιμο. Η Βουλή όμως δεν θα κριθεί από τον αριθμό των ερωτήσεων ή επερωτήσεων που θα υποβληθούν, αλλά από μια βαθύτερη ποιοτική διεργασία στη λειτουργία της και στον προορισμό της.
Να γιατί στη Βουλή δεν πρέπει διαχρονικά να έχει θέση καμία αδιάλλακτη εκδοχή του σκληρού πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού! Να γιατί πρέπει να εκφράσουμε, όσο μπορούμε, την έννοια της ελεύθερης εντολής των βουλευτών, να γιατί οφείλουμε να τηρήσουμε κανόνες καλής νομοθέτησης στη νομοπαραγωγική διαδικασία, να αποποιηθούμε την εμπαθή και τυφλή και την προφανώς αβάσιμη, μετατροπή κοινοβουλευτικών διαδικασιών σε γκιλοτίνες διαβολής ή δικονομικής εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Να γιατί αξίζει να ασκούμε υπεύθυνο και τεκμηριωμένο Κοινοβουλευτικό Έλεγχο. Να γιατί δεν μπορούμε να δεσμεύουμε συστηματικά τις μελλοντικές Βουλές. Να γιατί οφείλουμε να ολοκληρώσουμε ως Αναθεωρητική Βουλή με θεσμικό τρόπο τη Συνταγματική Αναθεώρηση που εκκρεμεί».
Σε άλλη αποστροφή της ομιλίας του ο κ. Τασούλας τόνισε ότι οι βουλευτές καλούνται «να είναι χρήσιμοι και γόνιμοι, όχι προφανώς συμφωνώντας σε όλα, αλλά μέσα από μια πολιτική αντιπαράθεση που εξελίσσεται σε μορφή ελευθερίας».
«Πρέπει να εγκαταλείψουμε την πρωταρχία και την αποκλειστικότητα της τεχνολογίας της πολιτικής που αξιοποιεί λυσσωδώς το πολιτικό marketing και να καταφύγουμε στις απαρχές της πολιτικής, στην τέχνη δηλαδή της πολιτικής, στην πράξη, στη δουλειά, στο αποτέλεσμα. Να κάνουμε δηλαδή, και ως Κοινοβούλιο, πολιτικά πιο βαρύνουσα διαδικασία τον απολογισμό του Κράτους από τον προϋπολογισμό. Αλλά αυτό σημαίνει πως η πολιτική ξαναγίνεται αυτό που ελάχιστοι σήμερα πιστεύουν πως είναι, και αυτό εξαρτάται από την έμπνευση, την αφοσίωση και την πεποίθηση όλων μας, και δεν είναι θέμα Κανονισμού της Βουλής, ούτε καν του Συντάγματος», επεσήμανε.
Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Τασούλας, επέλεξε, να παραθέσει έναν καταγεγραμμένο διάλογο που τον συγκινεί ιδιαίτερα όπως είπε, ανάμεσα σε έναν πατέρα και σε ένα γιο «για την αξία και την ουσία της ανάμειξης στην πολιτική», μέσα από το βιβλίο του Μωρίς Ζενεβουά με τίτλο «Η Ελλάς του Καραμανλή, ή Η Δημοκρατία Δυσχερής;».
«’Ακουσε Κώστα
– Δεν είσαι καμωμένος γι’ αυτό το επάγγελμα. Σε ξέρω, έχεις χαρακτήρα: αδιάλλακτος, αλύγιστος, ό,τι χρειάζεται για να σπάσης τα νεφρά σου. Αυτό δεν είναι κατηγόρια, Κώστα, αντίθετα. Μ’ αρέσεις, τέτοιος που είσαι, σε παραδέχομαι, γι’ αυτό ακριβώς… Ή θα συμβιβασθής, θα δεχθής συναλλαγές, κομπίνες, υποκρισίες, και δεν θα είσαι πια ο Κώστας ή θα κρατήσης την ακαμψία σου, την ωραία σου ακαμψία, και θα αποτύχης.
Έχεις, δόξα στο Θεό, ένα επάγγελμα, ένα καλό επάγγελμα όπου μπορείς να πετύχης χωρίς μαζί και να εξευτιλιστής, Κώστα, να μη ξεπέσης στα ίδια σου τα μάτια. Σκέψου το ακόμη πριν του παραδώσης τ’ όνομά σου… τ’ όνομά μας.
Για να απαντήσει ο γιος:
– Αν πιστεύης πως σκέφτηκα τον εαυτό μου. Ποτέ μου δεν υπολόγισα, ποτέ μου δεν λογάριασα ούτε την επαγγελματική επιτυχία, ούτε το γόητρο, ούτε τον καλό γάμο, ούτε τίποτα απ’ αυτά που φαίνεται να πιστεύης. Αν πρόκειται για να τακτοποιηθώ, να αποκατασταθώ, πρέπει να το πάρης απόφασι: δεν θα είμαι ποτέ λογικός – κατά τον τρόπο αυτό. Αν έχω φιλοδοξία, αυτή αποβλέπει αλλού, υπερβαίνει κατά πολύ τον εαυτό μου. Τι αφέλεια, ε; Είμαι αφελής! Στοχάζομαι πως δεν δικαιώνεται η παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γή, με το να καλλιεργή μια περιορισμένη προσωπική ευτυχία. Είμαστε ο καθένας ένας άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, το ξέρεις καλά αυτό, το έχεις ο ίδιος αρκετά αποδείξει. Μα ο καθένας αναλίσκεται κατά τον τρόπο του, κατά τον καιρό του, κατά τις περιστάσεις. Σήμερα, και για μένα η πολιτική μου προσφέρει αυτή την τύχη. Θα ήθελα να αφιερωθώ στους ανθρώπους του λαού μου, γι’ αυτούς και διά μέσου αυτών θα ήθελα να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό».
Ο κ. Τασούλας συνέχισε να διαβάζει απόσπασμα από το βιβλίο.
«Το ζήτημα λύθηκε μεταξύ τους, όχι από μια νέα συζήτησι, ούτε από τη μητέρα, ούτε από κανέναν άλλο, αλλ’ από τον τύφο. Επί δύο μήνες, ο γιος δεν άφησε τις Σέρρες. Μια φορά μονάχα γύρισε στην Πρώτη και ξανάδε τον πατέρα του. Μερικές μέρες αργότερα, χτυπημένος απότομα από την αρρώστεια, ο Γεώργιος Καραμανλής πέθαινε.
Συχνά, εμπιστεύεται ο Πρόεδρος στον συνομιλητή του, είχα το αίσθημα πως ο πατέρας μου πέθανε μ’ αυτή την πίκρα στην καρδιά. Σκεφτόταν πως τη μια ή την άλλη μέρα, ασφαλώς όμως, θα παράκουγα τις συμβουλές που μου είχε δώσει. Συχνά επίσης, σ’ όλη μου τη ζωή, αναθυμήθηκα τα λόγια του. Και κάθε φορά αναρωτήθηκα αν, από τους δυό μας, δεν ήταν εκείνος που είχε δίκιο».
Και ο κ. Τασούλας κατέληξε απευθυνόμενος προς όλο το Σώμα της Ολομέλειας:
«Είναι προφανές πως πιστεύω ότι δίκαιο είχε ο γιος, ο μετέπειτα πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά για να γίνει αυτό το δίκαιο αντιληπτό και αποδεκτό πάλι πρέπει ο καθένας από εμάς και κάθε μία ξεχωριστά να το υποστηρίξουμε αναλογιζόμενοι την απαράμιλλη τιμή που μας έκανε ο ελληνικός λαός εκλέγοντάς μας. Για να το πω διαφορετικά και συντομότερα: Τώρα που γίναμε αυτό που θαυμάζαμε, πόσοι άραγε θαυμάζουν αυτό που γίναμε; Στο χέρι μας είναι να το επιτύχουμε. Καλή επιτυχία, καλή δουλειά, και καλή συνεργασία σε όλες και όλους».
ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ