Την αποτελεσματικότητα των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικών των τελευταίων ετών, με έμφαση στις εξελίξεις από τα μέσα του 2015 και μετά, αξιολογεί η «Έκθεση Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης 2016» που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την έκθεση στην Ελλάδα το ποσοστό της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου μειώθηκε από 9% το 2014 σε 7,9% το 2015, πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 11% της Ε.Ε. των 28 το 2015. Όπως επισημαίνει πάντως η Κομισιόν, οι διαφορές μεταξύ των φύλων εξακολουθούν να είναι ευδιάκριτες, καθώς το 2015 το ποσοστό της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου για τους άνδρες ανήλθε σε 9,5% ενώ για τις γυναίκες σε 6,4%.
Αναφορικά με τα ολοήμερα σχολεία τονίζεται ότι με το νόμο 4386/2016, ο οποίος ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο στις 31 Αυγούστου, εισάγεται η έννοια ενός ενιαίου τύπου ολοήμερου σχολείου σε εθνικό επίπεδο. Η έκθεση σημειώνει ότι «ο νέος αυτός τύπος εφαρμόζεται σε μεγαλύτερο αριθμό σχολείων», επισημαίνοντας πάντως ότι «στην πραγματικότητα πρόκειται για μια λιγότερο φιλόδοξη εκδοχή του νέου ολοήμερου σχολείου που προβλεπόταν παλαιότερα». Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έκθεση «ο νόμος δεν προβλέπει την οργάνωση ολοκληρωμένων απογευματινών δραστηριοτήτων μετά τη λήξη της πρωινής ζώνης, όπως είχε προβλεφθεί αρχικά».
Η Κομισιόν χαρακτηρίζει «ανησυχητικό» το γεγονός ότι έχουν ανασταλεί οι διαδικασίες για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών (αυτοαξιολόγηση για τα σχολεία και ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών), ακόμα και στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Σε ό,τι αφορά τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, οι συντάκτες της έκθεσης διαπιστώνουν ότι ο σχετικός κανονισμός του Μαΐου του 2015 «θεσπίζει νέα διαδικασία επιλογής και νέο σύστημα μοριοδότησης για διάφορα κριτήρια επαγγελματικής και προσωπικής επάρκειας, περιορίζοντας ενδεχομένως την ανεξαρτησία των διευθυντών των σχολικών μονάδων».
Εκτιμούν ακόμη ότι «η θέσπιση της ρύθμισης που προβλέπει ότι οι μαθητές θα πρέπει πλέον να έχουν γενικό μέσο όρο 9,5 στα 20, αντί για τουλάχιστον 10 στα 20, ώστε να προαχθούν στις τάξεις του γενικού λυκείου, θα μπορούσε άλλωστε να χαρακτηριστεί ως υποβάθμιση των προτύπων».
Για τους εκπαιδευτικούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φαινόμενο της εναλλαγής των γενεών στον εκπαιδευτικό χώρο. «Περίπου οι μισοί εκπαιδευτικοί (49%) στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι άνω των 50 ετών, ενώ λιγότεροι από το 1% είναι κάτω των 30 ετών. Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς το 39% των εκπαιδευτικών έχουν ηλικία από 40 έως 49 ετών», σημειώνει.
Τονίζει παράλληλα ότι «οι μισθοί των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι σε πραγματικούς όρους από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες του ΟΟΣΑ σε όλε τις εκπαιδευτικές βαθμίδες».
Η Κομισιόν αναφέρει στη συνέχεια ότι τον Σεπτέμβριο του 2016 το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε την πρόσληψη 5.179 προσωρινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών στην προσχολική εκπαίδευση, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σε τομείς της ειδικής εκπαίδευσης. Πρόκειται, όπως σημειώνει, «για τον μεγαλύτερο με διαφορά αριθμό προσλήψεων από το 2008».
Επισημαίνει επίσης ότι «η αναδιάρθρωση του δικτύου σχολικών μονάδων σταμάτησε πρόσφατα και έκτοτε δεν πραγματοποιήθηκε καμία άλλη ουσιαστική ενέργεια για την προσαρμογή του συστήματος στις ανάγκες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης». Ως εκ τούτου, προσθέτει, «καθίσταται αναγκαίο να προσδιοριστούν περαιτέρω σε ποσοτικό επίπεδο οι ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και να διερευνηθούν τα περιθώρια αύξησης της αποδοτικότητας του εκπαιδευτικού δυναμικού».
Για την ιδιωτική εκπαίδευση, τονίζει ότι στις 31 Αυγούστου το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε νέο νομοσχέδιο στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το οποίο περιλαμβάνει μια σειρά από διατάξεις για τις νέες κρατικές ρυθμίσεις που αφορούν τη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων. Η Κομισιόν σημειώνει ότι «οι επικριτές του νομοσχεδίου υποστηρίζουν ότι με το νομοσχέδιο αυτό περιορίζεται η ελευθερία των ιδιωτικών φορέων εκπαίδευσης στη χώρα».
Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ποσοστό ολοκλήρωσης των σπουδών στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό, καθώς ανήλθε σε 40,4% το 2015, υπερβαίνοντας ελαφρά τον μέσο όρο της Ε.Ε. (38,7%). Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται, οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των φύλων δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί.
Αναφορικά με τη διοίκηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σημειώνεται ότι με νομοθετική πράξη που θεσπίστηκε τον Οκτώβριο του 2015 άλλαξε ο τρόπος εκλογής των πρυτάνεων και των κοσμητόρων, «με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η αυτονομία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Η έκθεση διαπιστώνει ότι «το σχέδιο Αθηνά της περιόδου 2012-2014 δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο μέχρι σήμερα».
Προσθέτει ακόμη ότι τον Ιούνιο του 2016 οι ελληνικές αρχές παρουσίασαν νέα στρατηγική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που καλύπτει την περίοδο 2016-2020 με την οποία «επιχειρείται η απόκτηση μακρόπνοου στρατηγικού οράματος και μελλοντικού προσανατολισμού για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα».