«Χρειάζεται μία πλειοψηφία στην Βουλή, η οποία να έχει τη δύναμη και την ικανότητα να πάρει τις αποφάσεις. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, εκτιμώντας ότι η χώρα βρίσκεται σε μία έκτακτη κατάσταση και απαιτείται «μία λύση με προσφυγή στις εκλογές».
Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, ο κ. Σημίτης ανέφερε ότι «το κυβερνητικό κόμμα έχει χάσει τόσο πολύ την αποδοχή του κοινού», ενώ διαπίστωσε αδυναμία στη χάραξη μιας πολιτικής που θα οδηγήσει την Ελλάδα μπροστά.
Για το εάν φοβάται έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ανέφερε ότι «σχέδιο δεν πιστεύω να υπάρχει». «Φοβάμαι το ατύχημα. Φοβάμαι τον τρόπο που γίνεται η διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση γίνεται επί μήνες. Οι αξιολογήσεις δεν γίνονται. Και δεν υπάρχει άνθρωπος στην Ευρώπη και στην Ελλάδα που να μην λέει ότι όσο καθυστερούν οι αξιολογήσεις τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα», πρόσθεσε.
Για την αξιολόγηση
Αναφερόμενος στη δεύτερη αξιολόγηση, επεσήμανε ότι, σε ό,τι αφορά τις προθέσεις, «τόσο από ευρωπαϊκής πλευράς, όσο και από ελληνικής πλευράς, θέλουμε η αξιολόγηση να τελειώσει. Αλλά οι μεν Ευρωπαίοι θέτουν ορισμένα θέματα τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολα αυτή η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει, η δε κυβέρνηση για να μην αποδυναμώσει τη θέση της, δεν θέλει να κάνει αναγκαίες υποχωρήσεις».
Ο κ. Σημίτης ανέφερε ότι το 2017 είναι μία μεταβατική περίοδος, καθώς λόγω των εκλογών σε Γερμανία και Γαλλία, δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις. Ερωτηθείς εάν θα πρέπει η αξιωματική αντιπολίτευση να ψηφίσει τα μέτρα, είπε ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που αποφασίζει. «Οι ξένοι δεν μπορούν να ανακατεύονται στην πολιτική των κομμάτων, τα κόμματα είναι ελεύθερα να υποστηρίζουν το οτιδήποτε πιστεύουν και οι ξένοι θα πρέπει να αναλάβουν ανάλογα τα ρίσκα, τις ευθύνες κλπ. Αλίμονο τώρα, εάν έρχονται και οδηγίες από τις Βρυξέλλες, από τον οποιονδήποτε στο κάθε κόμμα της αντιπολίτευσης, θα είναι και αστείο και απαράδεκτο σε σχέση με τη λειτουργία της Δημοκρατίας», σχολίασε.
Για το χρέος
Για το θέμα του χρέους, είπε ότι «όλα έχουν ρυθμιστεί από το τρίτο μνημόνιο». «Όταν λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση λέει θέλω να διαπραγματευτώ αυτά που έχω συμφωνήσει το για το 18, ή κοροϊδεύει τον κόσμο ή δεν αντιλαμβάνεται πώς έχει η κατάσταση (…) Δεν είναι κακό να ζητάει πράγματα να γίνουν πιο ευνοϊκά, αλλά δεν πρέπει να το παρουσιάζει στο κοινό σαν το κεντρικό θέμα που υπάρχει σε κάθε διαπραγμάτευση, όταν οι άλλοι δεν το θέλουν και ξέρουν ότι δεν θα πάνε. Είναι μία παραπλάνηση του κοινού αυτή», συμπλήρωσε ο κ. Σημίτης.
Για το ευρώ
Αναφερόμενος στην ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, ο κ. Σημίτης ανέφερε ότι τα στοιχεία έδειχναν πως η Ελλάδα είχε επιτύχει τους στόχους, συνεπώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η είσοδός της στην Ευρωζώνη. «Ήρθε η επόμενη κυβέρνηση του κ. Καραμανλή και είπε ότι κακώς παρουσιάσατε αυτά τα στοιχεία διότι δεν είχατε μέσα και τις στρατιωτικές δαπάνες. Τις στρατιωτικές δαπάνες τις χρεώσατε για την εποχή της παραλαβής των όπλων, δηλαδή για τα μετέπειτα χρόνια. Η απογραφή εξευτέλισε την Ελλάδα παγκοσμίως. Γιατί ήταν η μόνη χώρα η Ελλάδα και η μόνη κυβέρνηση του κ. Καραμανλή η ίδια απευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και είπαν κάνανε λάθος αυτοί και άρα είναι καταδικαστέα η προηγούμενη κυβέρνηση. Τι έγινε; Το 2006 συνήλθε η επιτροπή του Eurostat η οποία εξετάζει αυτές τις περιπτώσεις και είπε ότι η κυβέρνηση μου έκανε σωστά τις εγγραφές στις στατιστικές της αγοράς των όπλων, η αγορά των όπλων δεν υπολογίζεται όπως λέει η κυβέρνηση Καραμανλή κατά την στιγμή της αγοράς, αλλά κατά την στιγμή της παράδοσης», πρόσθεσε ο κ. Σημίτης.
Ο κ. Σημίτης επεσήμανε ότι διότι λόγω της παγκοσμιοποίησης όλα είναι και πιο συνδεδεμένα, ενώ διερωτήθηκε «τι έχουμε δει με το δικό μας νόμισμα. Την προηγούμενη περίοδο είχε υποτιμηθεί το νόμισμα δύο φορές. Στην Ελλάδα υπήρχε ένας πληθωρισμός για 20 και πλέον χρόνια 20%. Υπάρχει τώρα τέτοιος πληθωρισμός; Ή υπήρχε από την ένταξη και μετά τέτοιος πληθωρισμός; Τέτοιος πληθωρισμός δεν επιτρέπει καταθέσεις. Δεν επιτρέπει τα κεφάλαια να αποδώσουν. Άρα και η Ελλάδα πρέπει να συμμετέχει στο σύστημα με όποιες δυσκολίες υπάρχουν ή ανισότητες ή κακές ρυθμίσεις στο σύστημα γιατί έξω από το σύστημα δεν θα έχει δυνατότητα ομαλής επιβίωσης. Αυτό πιστεύω εγώ και αυτό δείχνει η εμπειρία».
Για την κυβέρνηση Καραμανλή
Ο κ. Σημίτης σημείωσε ότι η ανάπτυξη της χώρας από το 2000 που εντάχθηκε στην Ευρωζώνη υπήρξε εξαιρετική για τις ελληνικές συνθήκες. Επικαλούμενος στοιχεία, ανέφερε ότι το 2005 κατέρρευσε και μετά από το 2006 κατέρρευσε οριστικά.
Για την κυβέρνηση Παπανδρέου
Μιλώντας για την κυβέρνηση Παπανδρέου, σημείωσε ότι «όταν έλεγε ότι δεν θέλουμε λεφτά, θέλουμε την ηθική συμπαράσταση της Ένωσης για να βγούμε από το αδιέξοδο και επί τέσσερις μήνες δεν έλεγε στους Ευρωπαίους τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, γιατί οι Ευρωπαίοι να μην κάνουν αυτό που θέλουν;». Καταλόγισε επίσης ευθύνες και στην Ευρώπη.
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα
Ο πρώην πρωθυπουργός ανέφερε ότι, κατά τη δική του εκτίμηση, είναι υπερβολικά υψηλό ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ακόμη και για τρία μόλις χρόνια. «Είναι υπερβολικό, γιατί ένα πρωτογενές πλεόνασμα αυτού του ύψους, προέρχεται μόνο από υπερφορολόγηση. Επενδύσεις δεν γίνονται με υπερφορολόγηση», υπογράμμισε.
Το σχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό
Μιλώντας για το σχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό, ανέφερε ότι ήταν «εξαιρετικά πιο ήπιο» από τα σχέδια που ακολούθησαν επί των μνημονίων. «Ξεσηκωθήκανε τα συνδικάτα, ξεσηκωθήκανε όλα τα κόμματα, και δεν μπορούσε να περάσει. Δεν μπορούσε να περάσει για τον εξής λόγο. Θα γινόταν πολιτική αναταραχή ή εκλογές και εκείνη την περίοδο η Ελλάδα, είχε δύο ζητήματα: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και το γεγονός πως το ευρώ κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2001».
«Και δεν ήταν μια περίοδος που θα μπορούσε να έχει γίνει μία πολιτική αναταραχή, το αναβάλαμε. Η επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας γιατί δεν έκανε τίποτε;», διερωτήθηκε και πρόσθεσε: «Γιατί οι επόμενες κυβερνήσεις, οι οποίες ήρθαν μετά το 2010, και μεταξύ αυτών και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τελικά κάνανε μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό, ενώ πιο πριν φώναζαν;».
Για την Κεντροαριστερά
Ο κ. Σημίτης στάθηκε στην ανάγκη ενοποίησης της Κεντροαριστεράς, σε έναν ενιαίο χώρο και με ένα ενιαίο πρόγραμμα. Όπως είπε, ωστόσο, αν και έχει λάβει μέρος σε αυτές τις συζητήσεις για πολύ καιρό, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό, αποφάσισε να σταματήσει να συμμετέχει.