Την εκτίμηση πως η Ελλάδα βγαίνει ισχυρότερη από αυτή την κρίση εξέφρασε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης συνομιλώντας σήμερα με τον καθηγητή στο πανεπιστήμιο Stanford, Niall Ferguson, στο πλαίσιο του Delphi Economic Forum. Ήταν μια αναπάντεχη -για κάποιους- επιτυχία (surprise story).
«Οι αγορές εμπιστεύονται αυτή την κυβέρνηση και καταλαβαίνουν ότι υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να γίνουν μεγάλες κρατικές δαπάνες ώστε να υποστηριχθεί η πραγματική οικονομία και ειδικά για να προστατευθούν θέσεις εργασίας. Πρέπει να ξοδεύουμε χρήματα σοφά και το έχουμε πράξει. Συγκροτήσαμε ένα πολύ μεγάλο, για τα ελληνικά δεδομένα, πρόγραμμα στήριξης: 14 δισεκατομμύρια σε δημοσιονομικά μέτρα και 10 δισεκατομμύρια σε εγγυήσεις. Κύριος στόχος μας ήταν να στηρίξουμε την απασχόληση».
«Γνωρίζουμε όμως ότι έχουμε μεγάλη “κληρονομιά”, μεγάλο δημόσιο χρέος. Σε αντίθεση με τις προτροπές της αντιπολίτευσης να ξοδέψουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, εμείς θέλουμε να έχουμε απόθεμα “πυρομαχικών”, διότι δεν γνωρίζουμε πότε θα τελειώσει η κρίση. Και, φυσικά, μολονότι η ευρωπαϊκή πρόταση για ταμείο ανάκαμψης είναι πολύ φιλόδοξη και τολμηρή, δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα, άρα δεν μπορούμε να ξοδέψουμε χρήματα που δεν έχουμε ακόμα. Πρέπει πρώτα να οριστικοποιηθεί η ευρωπαϊκή πρόταση, να υπογραφεί, να σφραγιστεί και να εγκριθεί από το Συμβούλιο, και μετά θα γνωρίζουμε ακριβώς πόσο μεγάλο περιθώριο έχουμε ώστε να κινηθούμε και πόσο δημοσιονομικό χώρο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να στηρίξουμε την οικονομία σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο».
«Αυτή η κρίση είναι πολύ διαφορετική από την κρίση του 2010. Δεν υπάρχει ηθική διάσταση τώρα. Δεν υπάρχουν “καλοί” και “κακοί” τύποι. Ουδείς ωφελήθηκε από την καλοσύνη των άλλων, πρόκειται για συμμετρικό σοκ που επηρεάζει τους πάντες. Αυτό, πιστεύω, σε έναν βαθμό επηρέασε τον τρόπο σκέψης της Γερμανίας».
«Η Ελλάδα βγαίνει ισχυρότερη από αυτή την κρίση. Ήταν μια αναπάντεχη -για κάποιους- επιτυχία (surprise story). Ουδείς περίμενε ότι η Ελλάδα θα τα πήγαινε τόσο καλά. Νομίζω ότι το brand της χώρας ενισχύθηκε. Πολλές μεταρρυθμίσεις προχώρησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, είναι αξιοσημείωτο το πόσο γρήγορα έγινε ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους».
«Οι Έλληνες εμπιστεύονται το κράτος ξανά. Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο στη δική μου πολιτική ζωή, πάντοτε υπήρχε δυσπιστία για το τι μπορεί να κάνει το κράτος».
Για τη διαχείριση της πανδημίας ο πρωθυπουργός ανάφερε:
«Είχα μία επιλογή ανάμεσα στις οικονομικές συνέπειες, τις οικονομικές επιπτώσεις των ενεργειών που θα λαμβάναμε, και την προστασία των ανθρώπινων ζωών, όσων κατοικούν στην Ελλάδα, τους Έλληνες αλλά και τους πρόσφυγες, που εξ ορισμού ήταν πιο ευάλωτοι. Επιπλέον, γνώριζα ότι έχουμε ένα τραυματισμένο σύστημα υγείας κι έναν σχετικά ηλικιωμένο πληθυσμό, επομένως δεν είχαμε σπουδαία “χαρτιά” στην αρχή της πανδημίας. Και αυτό με έπεισε ότι έπρεπε να αντιδράσω νωρίτερα παρά αργότερα».
«Όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις, νομίζω ότι όσοι επιχειρηματολογούσαν κατά των lockdowns, επειδή ήθελαν να συνεχιστεί η οικονομική δραστηριότητα, έκαναν λάθος. Νομίζω ότι οι χώρες που είχαν καλές επιδόσεις στον περιορισμό της επιδημίας, στην πρώτη φάση τουλάχιστον, είναι αυτές που θα αναδυθούν ισχυρότερες καθώς εισερχόμαστε στο στάδιο της ανάκαμψης».
«Η πανδημία δεν έχει νικηθεί και δεν θα κουραστώ να λέω στους Έλληνες ότι δεν πρέπει να γίνουμε θύματα της επιτυχίας μας, δεν πρέπει να χαλαρώσουμε υπερβολικά. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να φοράμε μάσκες όπου οι ειδικοί μας λένε ότι χρειάζεται -στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή μέρη όπου πρέπει να έχουμε στενές επαφές- να προσέχουμε τα ευάλωτα πρόσωπα και να έχουμε καλές επιδόσεις στην ιχνηλάτηση επαφών. Κάναμε εξαιρετική δουλειά στην ιχνηλάτηση στην Ελλάδα και καταφέραμε να κρατήσουμε τον αριθμό των κρουσμάτων σε χαμηλά επίπεδα».
Ο πρωθυπουργός επίσης ανάφερε ότι αν η Τουρκία επιχειρήσει να παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, δεν θα λάβει μόνο την απάντηση της Ελλάδας, αλλά απάντηση και από την Ευρώπη.
«Η σχέση μας με την Τουρκία είναι δύσκολη και η Τουρκία ήταν εξαιρετικά προκλητική στις δραστηριότητές της κατά τους τελευταίους μήνες, ειδικά όσον αφορά την υπογραφή την συμφωνίας με την Λιβύη για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, την οποία θεωρούμε απολύτως άκυρη, δίχως καμιά ισχύ. Αρκεί να ρίξεις μια ματιά στον χάρτη για να καταλάβεις γιατί αυτή η συμφωνία δεν βγάζει νόημα, ούτε στο ελάχιστο. Στον αντίποδα, η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία με την Ιταλία για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, σεβόμενη πλήρως το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Έτσι λύνουμε τα προβλήματα στην γειτονιά μας».
«Όσον αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, δεν πρόκειται για ελληνοτουρκικό πρόβλημα, είναι πρόβλημα ΕΕ – Τουρκίας. Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ζητήματα ασφαλείας μας είναι επίσης ζητήματα της Ένωσης. Όταν φυλάμε και προστατεύουμε τα σύνορά μας υπερασπιζόμαστε τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θυμίζω ότι όταν ξέσπασε η κρίση στις αρχές Μαρτίου, όταν έλαβε χώρα η απόπειρα να περάσουν στην Ελλάδα, υπό την καθοδήγηση της Τουρκίας, την ενθάρρυνση της τουρκικής κυβέρνησης, και καταφέραμε να προστατεύσουμε τα σύνορά μας, δύο ημέρες αργότερα η ηγεσία της ΕΕ επισκέφτηκε τα βορειοανατολικά σύνορά μας σε μία ένδειξη αλληλεγγύης».
«Αν η Τουρκία επιχειρήσει να παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν θα λάβει μόνο την απάντηση της Ελλάδας, είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα λάβει απάντηση και από την Ευρώπη. Δεν πρόκειται για το δρόμο που θα ήθελα να ακολουθήσουμε, αλλά όλοι πρέπει να γνωρίζουν ότι θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες εάν αυτό συμβεί».
«Είμαστε πάντοτε ανοιχτοί σε διάλογο με την Τουρκία, στο ζήτημα που έχουμε στο τραπέζι και είναι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μας. Μπορούμε να συζητήσουμε έντιμα κι αν τελικά συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, υπάρχουν πάντα τρόποι να μεταφέρουμε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, στη Χάγη, ύστερα από κοινή συμφωνία για το πώς μπορούμε να λύσουμε αυτό το ζήτημα, αλλά πάντα με απόλυτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο. Δεν είναι η εποχή για τη διπλωματία των κανονιοφόρων, αυτού του τύπου η λογική ανήκει σε άλλους αιώνες».
«Το μεγάλο δίδαγμα που άντλησα είναι πώς λαμβάνεις γρήγορα αποφάσεις, υπό εξαιρετικά μεγάλη πίεση και με περιορισμένες πληροφορίες. Συγκεντρώνεις όσες πληροφορίες μπορείς, αλλά ποτέ δεν θα είσαι απόλυτα σίγουρος, αν περιμένεις ώστε να φτάσεις στο σημείο να είσαι απόλυτα σίγουρος τότε δεν θα λάβεις καμία απόφαση. Σε κάποιο σημείο πρέπει να εμπιστευτείς τα δεδομένα και το ένστικτό σου και να κάνεις αυτό που θεωρείς σωστό».
«Όπως λέτε εσείς οι αγγλοσάξονες, αν δεν αντέχεις τη ζέστη μη μπαίνεις στην κουζίνα».