Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο νεαρός κατηγορούμενος, Πακιστανικής καταγωγής, για τη δολοφονία της 17χρονης Νικολέτας στο Περιστέρι στις αρχές Αυγούστου του 2022.
Το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό.
Νωρίτερα, η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε από το δικαστήριο την καταδίκη του κατηγορουμένου τονίζοντας πως είχε προαποφασίσει την πράξη του και μάλιστα πως την είχε κάνει και πρόβα καθώς έχει αποτυπωθεί σε βίντεο να πιάνει τη μύτη και τα χέρια της Νικολέτας. «Προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος είχε απέναντι του την άρνηση της παθούσας και θέλησε εσκεμμένα να την σκοτώσει, κάτι που κατάφερε» τόνισε η εισαγγελική λειτουργός ζητώντας την ενοχή του κατηγορουμένου.
Μετά από την ετυμηγορία του δικαστηρίου, ο πατέρας και η αδελφή του θύματος επιχείρησαν να λιντσάρουν τον κατηγορούμενο ενώ έβγαινε από τη δικαστική αίθουσα, ενώ ένταση σημειώθηκε και κατά την έναρξη της δίκης όταν ο πατέρας της Νικολέτας αντίκρυσε τον νεαρό κατηγορούμενο και ξέσπασε φωνάζοντας: «μην με κοιτάς καθόλου, να σαπίσεις στη φυλακή». Οι αστυνομικοί οδήγησαν τον πατέρα έξω από τα δικαστήριο για να ηρεμήσει με τον ίδιο να μονολογεί «να χάσω την κόρη μου σε τροχαίο, το καταλαβαίνω, αλλά να την χάσω με αυτόν τον τρόπο να μου την στραγγαλίσουν;».
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του υποστήριξε ότι διατηρούσε σχέση επί 1,5 χρόνο, ήταν αγαπημένο ζευγάρι και εκείνος δεν τη ζήλευε. Όπως είπε αιτία του καυγά τους ήταν το γεγονός ότι εκείνος είχε αποφασίσει να φύγει στην Ιταλία και εκείνη του ζήτησε να βαπτιστεί Χριστιανός. «Πήγα να φύγω και άρχισε να πετάει τα ρούχα μου. Της είπα να κάτσει στο κρεβάτι, αυτή άρχισε να με βρίζει και να βρίζει τον Μωάμεθ. Την έσπρωξα από το κρεβάτι, της λέω «κάτσε εκεί». Συνέχιζε να βρίζει εμένα και τον Μωάμεθ και εκείνη την ώρα νευρίασα. Την έπιασα από το λαιμό και άρχισα να της λέω «ποιος σου λέει τέτοιες μ@@ες τόση ώρα που σε ακούω;». Την έπιασα εκείνη την ώρα από το κεφάλι και της είπα να ζητήσει να συγγνώμη. Εκείνη μου έπιασε το χέρι και μου είπε να την αφήσω. Δεν την άφησα και συνέχισα να της λέω να ζητήσει συγγνώμη. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα την είδα που είχαν κλείσει τα μάτια της. Μετά της έδωσα νερό, της έκανα αέρα. Ήμουν πάνω στα νεύρα και έφυγα από το σπίτι» είπε συγκεκριμένα στην απολογία του.
Ο κατηγορούμενος απαντώντας σε ερωτήσεις του προέδρου της έδρας είπε πως το μεγαλύτερο λάθος του ήταν που δεν επικοινώνησε με το ΕΚΑΒ ενώ στη συνέχεια περιέγραψε πως μάζεψε τα πράγματα του και πήγε στο Σταθμό Λαρίσης να πάρει το τρένο για Θεσσαλονίκη.
Όπως υποστήριξε ενημερώθηκε την επόμενη ημέρα ότι η Νικολέτα δε ζούσε από το πατέρα του. «Έμαθα από το ίντερνετ ότι είναι νεκρή και πήρα τηλέφωνο. Του είπα ότι έγινε ένα λάθος από εμένα, με ρώτησε τι έγινε, του είπα για την κοπέλα. Νευρίασε, μου έκλεισε το τηλέφωνο. Μετά βρήκα έναν ομοεθνή μου που κάνει δουλειές για μετανάστες και του είπα ότι θέλω να φύγω και να με βοηθήσει. Ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από εσάς και την οικογένεια της φίλης μου. Ξέρω ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι η συγγνώμη, αλλά μόνο αυτό μπορώ να κάνω» είπε ο κατηγορούμενος ενώπιον δικαστών και ενόρκων.
Στη δίκη κατέθεσε και ο πατέρας και η αδελφή της Νικολέτας. «Ήθελε και το έκανε. Θέλω να μην έχει στον ήλιο μοίρα, να μην δει τον ήλιο ποτέ. Τα ισόβια να είναι ισόβια», είπε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του ο πατέρας, ενώ η αδελφή του θύματος ανέφερε κλαίγοντας πως ο κατηγορούμενος ζήλευε το κορίτσι. «Πιστεύω ότι το έκανε από ζήλεια, γιατί εκείνη την ημέρα είχαν έρθει δύο παιδιά στο σπίτι και αυτός αυτά τα παιδιά δεν τα ήθελε. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός έχει κάνει το έγκλημα, γιατί μέσα στο σπίτι δεν ήταν τα πράγματα του. Μια εβδομάδα πριν η μητέρα μου είχε μιλήσει με την αδελφή μου και της είχε πει «μαμά, περίμενε μια εβδομάδα και θα τον χωρίσω», είπε στην κατάθεσή της.