Τις βασικές τους θέσεις είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν χθες η Χίλαρι Κλίντον και ο κύριος αντίπαλός της για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ Μπέρνι Σάντερς, που βρέθηκαν χθες στο ίδιο πλατό για το πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ των Δημοκρατικών.
Η τηλεοπτική αναμέτρηση άρχισε με μια σχεδόν ομόφωνη – από τους υποψηφίους που συμμετείχαν – καταγγελία των ανισοτήτων που μαστίζουν την αμερικανική κοινωνία.
«Οι πλούσιοι πληρώνουν πάρα πολύ λίγο και η μεσαία τάξη πληρώνει πάρα πολύ» είπε η Χίλαρι Κλίντον, η οποία ελπίζει να γίνει η πρώτη γυναίκα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών που καταφέρνει να κερδίσει τον προεδρικό θώκο. Η ίδια δεσμεύτηκε να αγωνιστεί για να περιοριστούν οι ανισότητες όλων των ειδών, ώστε οι πατέρες να μπορούν επιτέλους να πουν στην κόρη τους: «Και εσύ θα μπορείς να γίνεις πρόεδρος όταν θα μεγαλώσεις».
Από την πλευρά του ο γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς απαρίθμησε τη «σειρά των κρίσεων άνευ προηγουμένου» με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα. «Το σύστημα της προεκλογικής χρηματοδότησης είναι διεφθαρμένο και αποδυναμώνει την αμερικανική δημοκρατία», σημείωσε, ζητώντας να μην αφήσουν οι Αμερικανοί τη χώρα στα χέρια μιας «χούφτας δισεκατομμυριούχων».
Εκτός από την Κλίντον και τον Σάντερς, στο ντιμπέιτ συμμετείχαν και ο Μάρτιν Ο’Μάλεϊ, πρώην κυβερνήτης του Μέριλαντ, ο πρώην κυβερνήτης και γερουσιαστής του Ροντ Άιλαντ Λίνκολν Σάφι και ο πρώην γερουσιαστής της Βιρτζίνια Τζιμ Ουέμπ.
Ο δισεκατομμυριούχος υποψήφιος για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές, Ντόναλντ Τραμπ είχε δηλώσει ειρωνικά ότι η τηλεμαχία αναμενόταν να είναι «πολύ βαρετή», αν και δεσμεύθηκε να κάνει έναν απολογισμό της, στο Twitter.
«Είμαι καταγοητευμένη που παρακολουθείτε», ήταν η απάντηση που του έδωσε η Κλίντον πριν από το ντιμπέιτ.
Για την 67χρονη πρώην επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ο στόχος είναι να πείσει ότι εξακολουθεί να είναι η πιο αξιόπιστη υποψήφια για να προσφέρει στους Δημοκρατικούς μια τρίτη συνεχόμενη θητεία στον Λευκό Οίκο, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.