Αμερικανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα υψηλά επίπεδα στη βιταμίνη D στον οργανισμό σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου, σύμφωνα με σχετικό άρθρο που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο PLOS ONE.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, με επικεφαλής τον Δρ Κεντρικ Γκαλαρντ, πιστεύουν ότι τα υψηλά επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D ορού λειτουργούν προστατευτικά έναντι του καρκίνου.
Ο Δρ Γκαλαρντ και ο αδελφός του Φρανκ, είχαν ήδη από τη δεκαετία του 1980 εντοπίσει σχέση μεταξύ έλλειψης βιταμίνης D και ορισμένων μορφών καρκίνου, όταν διαπίστωσαν ότι πληθυσμιακές ομάδες που ζούσαν σε υψηλά υψόμετρα ήταν πιθανότερο να έχουν έλλειψη βιταμίνης D και υψηλότερη συχνότητα καρκίνου του παχέος εντέρου. Μετέπειτα μελέτες συνέδεσαν την βιταμίνη και με άλλες μορφές καρκίνου, όπως του μαστού, των πνευμόνων και της ουροδόχου κύστης.
Ως γνωστόν, ποσοστό μεγαλύτερο από το 90% της βιταμίνης D παράγεται από την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας σε ουσίες που υπάρχουν στο δέρμα (στερόλες). Ηλιακή έκθεση, ακόμη και περιορισμένης επιφάνειας του σώματος για 5-10 λεπτά καθημερινά, κατά τις μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού, της άνοιξης και του φθινοπώρου, παράγει ποσότητα βιταμίνης D αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού. Η παραγωγή της βιταμίνης εξαρτάται από την ένταση της ακτινοβολίας, το χρώμα του δέρματος, αλλά και την ηλικία.
Το υπόλοιπο 10% της βιταμίνης D που έχει ανάγκη ο οργανισμός λαμβάνεται από τροφές, όπως τα ψάρια (κυρίως σολομός, γάδος, ρέγκα, σαρδέλα και τόνος), ο κρόκος του αυγού, το βοδινό κρέας, το συκώτι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Για τα τελευταία, ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι περιέχουν μικρές ποσότητες βιταμίνης D, που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του οργανισμού.
Στην παρούσα μελέτη, ο Δρ Γκαλαρντ και οι συνεργάτες του θέλησαν να καθορίσουν ποια επίπεδα της βιταμίνης D ήταν αναγκαία για την αποτελεσματική μείωση του κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου. Χρησιμοποίησαν ως δείκτη της 25-υδροξυβιταμίνη D.
Αντλώντας στοιχεία από δύο προηγούμενες μελέτες, την τυχαιοποιημένη Lappe με δείγμα 1.169 γυναίκες και την προοπτική GrassrootsHealth με 1.135 γυναίκες, διαπίστωσαν ότι, στην πρώτη ο μέσος όρος της 25-υδροξυβιταμίνης D στο αίμα ήταν 30 νανογραμμάρια ανά χιλιοστό του λίτρου και στη δεύτερη 48 ng/ml.
Η συχνότητα του καρκίνου ανάλογα την ηλικία ήταν 1.020 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα-έτη στη μελέτη Lappe και 772 ανά 100.000 άτομα-έτη στην GrassrootsHealth. Η συχνότητα του καρκίνου μειωνόταν όσο αυξανόταν η 25-υδροξυβιταμίνη D. Οι γυναίκες με συγκεντρώσεις 40 ng/ml 25-υδροξυβιταμίνης D ή και μεγαλύτερες είχαν 67% μικρότερο κίνδυνο καρκίνου συγκριτικά με όσες είχαν 20 ng/ml ή χαμηλότερο.
Η επιστημονική διαμάχη για τα συνιστώμενα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα είναι ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια, αλλά ο Δρ Γκαλαρντ εξηγεί ότι στόχος της μελέτης δεν ήταν ο καθορισμός αυτής της τιμής. «Η μελέτη ξεκαθαρίζει ότι ο μειωμένος κίνδυνος καρκίνου γίνεται μετρήσιμος από τα 40 ng/ml, με περαιτέρω οφέλη όσο αυξάνει το επίπεδο στον οργανισμό» σημειώνει.