Η σινο-σοβιετική ρήξη ήταν μια αποφασιστική στιγμή στον Ψυχρό Πόλεμο.
του Gideon Rachman
Μια σινο-ινδική ρήξη θα μπορούσε να αποδειχθεί εξίσου αποφασιστικής σημασίας στον «δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο» που μοιάζει να διεξάγεται μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι απέφευγε μέχρι τώρα να πάρει θέση στον ανταγωνισμό μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Μετά τις μάχες της περασμένης εβδομάδας όμως μεταξύ ινδών και κινέζων στρατιωτών, η Ινδία είναι βέβαιο ότι θα διαλέξει στρατόπεδο.
Ο Μόντι έχει συναντηθεί αρκετές φορές με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2014, και έχει επισκεφθεί το Πεκίνο πέντε φορές. Τον περασμένο Οκτώβριο, οι δύο ηγέτες είχαν μια φιλική συνάντηση, μετά το πέρας της οποίας ο Μόντι χαιρέτισε «τη νέα εποχή συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών».
Το κλίμα στο Νέο Δελχί είναι τώρα πολύ διαφορετικό. Οι Ινδοί νιώθουν εξευτελισμένοι από αυτά που συνέβησαν στα Ιμαλάια. Την Παρασκευή, ο Μόντι είχε έκτακτες συναντήσεις με ηγέτες της αντιπολίτευσης – κάτι που έχει έτσι κι αλλιώς τη σημασία του, δεδομένης της πόλωσης που επικρατεί στην πολιτική σκηνή της χώρας. Η άποψη που κυριαρχεί σήμερα είναι ότι η Κίνα είναι μια εχθρική δύναμη και ότι η μόνη απάντηση της Ινδίας είναι να κινηθεί πλησιέστερα προς τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία.
Παρά τις προσπάθειες του Μόντι να συνάψει καλές σχέσεις με τον Σι, η ανησυχία της Ινδίας για την άνοδο της Κίνας εντείνεται εδώ και χρόνια. Οι Ινδοί παρακολουθούν με νευρικότητα την προσέγγιση της Κίνας με το Πακιστάν, όπως και την επέκταση της κινεζικής επιρροής σε χώρες όπως η Σρι Λάνκα, η Μιανμάρ, το Μπανγκλαντές και το Νεπάλ. Η Ινδία έχει εκφράσει τη δυσαρέσκειά της γι’ αυτές τις κινήσεις αρνούμενη να στείλει αντιπροσωπεία στα κινεζικά φόρουμ του 2017 και του 2019 για τον Δρόμο του Μεταξιού.
Ενώ όμως τα γεράκια κερδίζουν έδαφος στο Νέο Δελχί, υπάρχουν και οι μετριοπαθείς που υποστηρίζουν ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ινδίας να εμπλακεί ενεργά στις προσπάθειες των ΗΠΑ να «συγκρατήσουν» την Κίνα. Στη διάρκεια του αυθεντικού Ψυχρού Πολέμου, η Ινδία ακολούθησε μια αδέσμευτη πολιτική και βρέθηκε συχνά πιο κοντά ση Μόσχα απ’ό,τι στην Ουάσινγκτον. Είναι μια μεγάλη χώρα, με 1,4 δισεκατομμύριο κατοίκους, και τη συμφέρει να διατηρεί μια στρατηγική αυτονομία – όπως και μια καλή σχέση με την Κίνα, που είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος.
Αλλά οι ίσες αποστάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν φαίνεται να αποτελούν πλέον μια ρεαλιστική επιλογή της Ινδίας. Η τελευταία ενδέχεται μάλιστα να επιδιώκει και μια επίσημη συμμαχία με τις ΗΠΑ. Ενας ινδός διανοούμενος επισήμανε την περασμένη εβδομάδα ότι ένας από τους λόγους που η Κίνα δεν διστάζει να σκοτώσει ινδούς στρατιώτες – αλλά όχι ιάπωνες ή ταϊβανέζους στρατιώτες – είναι ότι η Ιαπωνία και η Ταϊβάν στεγάζονται κάτω από μια αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας.
Ο αμερικανός πρόεδρος είναι απίθανο να εξετάσει επέκταση αυτής της ομπρέλας προς την Ινδία χωρίς σοβαρά οικονομικά κίνητρα. Μια κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν, όμως, θα μπορούσε να εξετάσει σοβαρά μια τέτοια ιδέα.
Τα τελευταία χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν καταβάλει προσπάθειες να προσεγγίσουν την Ινδία, ως αντίβαρο στην άνοδο της Κίνας. Η κλιμάκωση αυτής της συνεργασίας, σε συντονισμό με την Ιαπωνία και την Αυστραλία, μοιάζει τώρα αναπόφευκτη.
Οι Ινδοί δεν πρόκειται να επιδιώξουν άλλες συγκρούσεις με την Κίνα στα Ιμαλάια. Μπορεί όμως να προκαλέσουν το Πεκίνο σε άλλα μέτωπα, όπως ο Ινδικός Ωκεανός και η Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Ινδία θα προσπαθήσει επίσης να μειώσει την οικονομική της εξάρτηση από την Κίνα. Οι ελπίδες της κινεζικής εταιρείας Huawei να εγκαταστήσει ένα δίκτυο 5G στην Ινδία έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Θα πρέπει να ανησυχεί η Κίνα; Οι κινήσεις της δείχνουν ότι δεν φοβάται ινδικά αντίποινα στα σύνορα. Η Κίνα γνωρίζει ότι η οικονομία της είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ινδίας και ο στρατός της ισχυρότερος. Οι Κινέζοι μπορεί επίσης να θεωρούν ότι είναι μια κατάλληλη στιγμή να βάλουν την Ινδία στη θέση της, βλέποντας τις επιπτώσεις που έχει ο κορονοϊός στη χώρα αυτή, αλλά και την αποστασιοποίησης της Αμερικής του Τραμπ.
Βραχυπρόθεσμα, μπορεί όλα αυτά να είναι σωστά. Μακροπρόθεσμα, όμως, η Κίνα πρέπει να ανησυχεί. Οι τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο είναι κατά σειρά αγοραστικής δύναμης η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ινδία. Θα ήταν τρέλα για την Κίνα να σπρώξει την Ινδία στην αγκαλιά της Αμερικής.
(*) Ο Γκίντεον Ράχμαν είναι αρθρογράφος των Financial Times
Πηγές: ΑΜΠΕ, Financial Times