Θα επιστρέψει στην Τουρκία το ανεκτίμητο άγαλμα της Σφίγγας.
Η Γερμανία ανακοίνωσε σήμερα ότι θα επιστρέψει στην Τουρκία το ανεκτίμητο άγαλμα της Σφίγγας που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο της Περγάμου, στο Βερολίνο, επισημαίνοντας όμως ότι η κίνηση αυτή δεν αποτελεί προηγούμενο προκειμένου και άλλες χώρες να ζητήσουν την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών τους.
Η Σφίγγα, με σώμα λιονταριού και ανθρώπινο κεφάλι, είναι ηλικίας 3.300 ετών και πρόκειται για μία από τις δύο που βρέθηκαν το 1915 στα ερείπια της Χαττούσα, της αρχαίας πρωτεύουσας των Χετταίων, ενός λαού που άκμασε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας.
“Και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η περίπτωση της Σφίγγας είναι μοναδική και δεν αφορά άλλες περιπτώσεις”, είπε ο Μπερντ Νόιμαν, ο σύμβουλος της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ για θέματα πολιτισμού. Η επιστροφή του αγάλματος είναι “μια χειρονομία φιλίας μεταξύ της Γερμανίας και της Τουρκίας”, πρόσθεσε.
Η Σφίγγα της Χαττούσα θα επιστρέψει στο σπίτι της αεροπορικώς στις 28 Νοεμβρίου. Η ημερομηνία αυτή συμπίμπτει με την 25η επέτειο αφότου η UNESCO αναγνώρισε τη Χαττούσα ως τοποθεσία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Το Βερολίνο έχει κατ’ επανάληψη απορρίψει το αίτημα της Αιγύπτου να επιστρέψει την προτομή της βασίλισσας Νεφερτίτης που σήμερα φυλάσσεται στο Νέο Μουσείο. Υποστηρίζει ότι η προτομή δόθηκε σε Γερμανούς αρχαιολόγους σε μια καθ’ όλα σύννομη συναλλαγή. Οι γερμανικές αρχές ωστόσο παραδέχτηκαν ότι δεν ίσχυε το ίδιο και για τη Σφίγγα.
Οι δύο Σφίγγες βρέθηκαν σπασμένες το 1907 και μεταφέρθηκαν το 1915 στη Γερμανία προκειμένου να αποκατασταθούν. Όμως οι Γερμανοί το 1924 έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μόνο τη μία από τις δύο. Έφτιαξαν μάλιστα ένα αντίγραφο και τοποθέτησαν το “ζευγάρι” στο Μουσείο της Περγάμου, στην καρδιά του Βερολίνου.
Η Τουρκία απείλησε φέτος ότι θα σταματήσει τις ανασκαφές που κάνουν Γερμανοί αρχαιολόγοι στη Χαττούσα, ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδια του Βερολίνου, αν δεν επιστρεφόταν το άγαλμα.
Η αυτοκρατορία των Χετταίων περιλάμβανε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, τη βορειοδυτική Συρία και τη Μεσοποταμία και έφτασε στην ακμή της περίπου το 14ο αιώνα προ Χριστού.