Είναι η εποχή του κρυώματος και των πυρετών. Καθώς περνάμε περισσότερο χρόνο σε εσωτερικούς χώρους και μαζευόμαστε για τις γιορτές, τόσο αυξάνεται το φτάρνισμα, ο βήχας, και ο πόνος στα ιγμόρεια.
Παρατηρείται παράλληλα και μία αύξηση στις ανεκδοτολογικές αναφορές για έναν σκληρό, μακράς διαρκείας βήχα που κυκλοφορεί, φαινομενικά παντού στον κόσμο, όπως γράφει το Buzzfeed.
Το έχουν παρατηρήσει όμως και ειδικοί ανά την υφήλιο. «Έχουμε δει έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό ασθενών που είχαν τυπικές ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, και παρατεταμένο βήχα που διήρκεσε εβδομάδες έως μήνες», δήλωσε ο Δρ Scott Braunstein στο μέσο.
Σε τι οφείλεται ο «παγκόσμιος» βήχας
Το μέσο εξηγεί πως αιτία του βήχα δεν φαίνεται να είναι η γρίπη ή ο COVID, αλλά ένα άλλο παθογόνο που επιτίθεται και ερεθίζει το αναπνευστικό μας σύστημα, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Η Δρ Janet O’Mahony, γιατρός στο Mercy Medical Center στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ, είπε ότι πολλοί από τους ασθενείς της ήρθαν πρόσφατα στο ιατρείο της με έναν δυσάρεστο βήχα που παραμένει για δύο εβδομάδες.
«Αυτό το κρυολόγημα στο στήθος έχει έναν πραγματικό παθητικό και επίμονο βήχα», είπε η O’Mahony στη HuffPost. Έχουν βγει αρνητικοί για γρίπη και COVID. Επιπλέον, δεν ανταποκρίνονται στα αντιβιοτικά, κάτι που υποδηλώνει ότι είναι «καθαρά ιογενές», είπε.
Η Δρ. O’Mahony υποψιάζεται ότι η ασθένεια «προκαλείται από τους συνήθεις ιούς που προκαλούν κρυολογήματα όπως ο ρινοϊός, οι κορωναϊοί που δεν είναι COVID ή οι αδενοϊοί».
Αυτοί οι ιοί προκαλούν συμπτώματα γρίπης και κρυολογήματος που μπορεί να διαρκέσουν για αρκετό καιρό, σύμφωνα με την κλινική του Κλίβελαντ . Όταν ένας ιός εισέρχεται στο αναπνευστικό μας, μολύνει τα κύτταρά του και πολλαπλασιάζεται.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει έντονη φλεγμονή και ερεθισμό στον λαιμό, τη μύτη και το στήθος σας, κάτι που χρειάζεται χρόνο για να ξεπεραστεί.
Στην πραγματικότητα, ο επίμονος βήχας πιθανότατα οφείλεται σε παρατεταμένη φλεγμονή στους αεραγωγούς καθώς, ακόμα και μετά την καταπολέμηση του ιού, το σώμα συνεχίζει να παράγει βλέννα και να εκδηλώνει σπασμούς.
Για μερικούς ανθρώπους, αυτή η κατάσταση μπορεί να επιμείνει από δύο εβδομάδες έως δύο μήνες.