Ο χαρακτηρισμός «ανοιχτή», όταν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει όρους όπως η οικονομία μπορεί να έχει δύο συναφείς αλλά και διακριτές έννοιες.
Είτε να σημαίνει κάτι απεριόριστο, προσβάσιμο και ίσως ευάλωτο ή και ότι κάτι χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι δυνατόν να ελέγξει κανείς τις διάφορες παραμέτρους του.
Η πρώτη έννοια προσδιορίζει συχνά το εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία (αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν ταιριάζει ο ευάλωτος χαρακτήρας), και έχει στους τομείς αυτούς οδηγήσει σε διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές ειδικά όσον αφορά στην απασχόληση. Από κει και πέρα, μια διαρθρωτική αλλαγή μπορεί να είναι ταυτόχρονα ευεργετική και αποδιοργανωτική. Από κει κι έπειτα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάστηκαν πολύ καιρό να βρουν μια ισορροπία μεταξύ της αφηρημένης αρχής της διαφάνειας και της λήψης συγκεκριμένων μέτρων για τον περιορισμό των χειρότερων επιπτώσεων της όποιας αλλαγής. Ευτυχώς, όπως επισημαίνουν αναλυτές, η ακαδημαϊκή έρευνα και η εξέταση από ιστορική σκοπιά, μπορούν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ανταποκριθούν στην πρόκληση αυτή με έξυπνο τρόπο.
Τελικά, ανοικτή οικονομία είναι η οικονομία που αλληλεπιδρά ελεύθερα με άλλες οικονομίες. Οι εισαγωγές, οι εξαγωγές και γενικά οι ξένες επενδύσεις είναι ελεύθερες και παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή. Μία ανοιχτή οικονομία σημαίνει μια αγορά απαλλαγμένη από εμπορικούς δασμούς με την κυκλοφορία προϊόντων, υπηρεσιών, παραγωγικών συντελεστών, κεφαλαίων και ανθρώπων να είναι ελεύθερη.
Ο βαθμός ανοίγματος μιας οικονομίας προσδιορίζει την κυβερνητική ελευθερία να επιδιώξει οικονομικές πολιτικές της επιλογής της και την ευαισθησία μιας χώρας στους παγκόσμιους οικονομικούς κύκλους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μικρές ανεπτυγμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, που αν δεν ήταν «ανοιχτές», θα έπρεπε να προσφύγουν σε δύσκολες στρατηγικές επιλογές προκειμένου να ικανοποιήσουν την εγχώρια ζήτηση.
Τέτοιες επιλογές επιβάλλουν συχνά υψηλό κόστος, επειδή το μικρό μέγεθος των εγχώριων αγορών τις εμποδίζει να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας στην τεχνολογία, την ανάπτυξη προϊόντων και την παραγωγή. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, το ότι οι χώρες αυτές είναι ανοιχτές, αυξάνει την οικονομική και πολιτική βαρύτητα των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο και δημιουργεί ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας.
Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Οι μικρού και μεσαίου μεγέθους οικονομίες όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, ακολούθησαν πολιτικές προστατευτισμού που είχαν συγκεκριμένες συνέπειες στον τομέα του εμπορίου τους. Με την ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου και την εξειδίκευση, το κόστος εγχώριων αγαθών, όπως τα αυτοκίνητα, έγινε εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με εκείνο των εισαγωμένων και ήταν δυσβάσταχτο για τους καταναλωτές. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, αυτές οι τρεις χώρες άρχισαν να ανοίγουν την οικονομία τους και αντιμετώπισαν δύσκολες διαρθρωτικές μεταβάσεις, οι οποίες παρόλα αυτά ενίσχυαν την παραγωγικότητα και παρείχαν ευρύτατα οφέλη στους πολίτες και τους καταναλωτές. Μέσα από την επίπονη διαδικασία αναδείχθηκε καθαρά το πόσο δύσκολη είναι η επίτευξη της σωστής ισορροπίας.
Ένα τελευταίο μάθημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι κάθε διαρθρωτική αλλαγή δεν είναι απλώς μια δυσάρεστη παρενέργεια της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και τομέων. Αντίθετα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτών των διαδικασιών. Αυτό μπορεί να γίνει σαφές στις επιτυχημένες αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι συνταγές για ανάπτυξη περιλαμβάνουν το «άνοιγμα», τους σύγχρονους τομείς, το εμπόριο, τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων και τη διεύρυνση της βάσης του ανθρώπινου κεφαλαίου. Σ’ αυτές τις χώρες, οι μεταβάσεις έγιναν ταχύτερα και ήταν λιγότερο οδυνηρές, διότι οι επενδύσεις λειτουργούν ευρέως τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αναφορικά με υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία.
Οι αναπτυγμένες οικονομίες δεν διαφέρουν πολύ, από αυτή την άποψη. Κι αν η αύξηση των επενδύσεων δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πανάκεια, συμβάλλει σίγουρα στην τόνωση της ανάπτυξης και στη μείωση των οικονομικών και πολιτικών τριβών στις διαρθρωτικές προσαρμογές τους.-
της Κατερίνας Παναγιώτου στο politically.gr