Άνγκελα Μέρκελ και Νικολά Σαρκοζί συζητούν στο Βερολίνο τις παραμέτρους της εξόδου της Ευρωζώνης από την κρίση χρέους. Γαλλία και Γερμανία για διαφορετικούς λόγους η καθεμία τελούν υπό καθεστώς ασφυκτικής πίεσης από τις χρηματαγορές.
Άνγκελα Μέρκελ και Νικολά Σαρκοζί συζητούν στο Βερολίνο τις παραμέτρους της εξόδου της Ευρωζώνης από την κρίση χρέους. Γαλλία και Γερμανία για διαφορετικούς λόγους η καθεμία τελούν υπό καθεστώς ασφυκτικής πίεσης από τις χρηματαγορές, τις Η.Π.Α. και την ομάδα BRICS ( Βραζιλία, Ινδία, Κίνα Ρωσία) και εξωθούνται στην διαχείριση μιας «τελικής» λύσης στο πρόβλημα, όπου το ελληνικό χρέος διαδραματίζει ρόλο καταλύτη και κράχτη (υπό την έννοια του εξιλαστηρίου πειραματόζωου) μαζί.
Η Γερμανία επιμένει σε ένα ποσοστό κουρέματος του ελληνικού χρέους υπό συνθήκες ελεγχόμενης και συντεταγμένης χρεωκοπία της τάξης του 50-60% την ώρα που η Γαλλία τρομοκρατημένη από την πιθανότατη εκδήλωση «πιστωτικού γεγονότος» δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει την απώλεια της αξιολόγησης της οικονομίας της που βρίσκεται αυτήν την στιγμή στην κατηγορία ΑΑΑ.
Η έκθεση των γαλλικών τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα είναι μεγάλη και ως εκ τούτου οποιαδήποτε πιστωτικό γεγονός θα επιβάρυνε το γαλλικό τραπεζικό σύστημα με πολλές δεκάδες(;) δισεκατομμύρια ευρώ με ότι αυτό συνεπάγεται για μία οικονομία που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος (86%) από τις 6 βασικές οικονομίες της Ευρωζώνης.
Παρόλα αυτά η τελική διαχείριση της κρίσης χρέους προφανώς και θα κινηθεί μεταξύ ενός κουρέματος της αξίας των ελληνικών ομολόγων οπωσδήποτε πάνω από το προαποφασισμένο 21% με το ισχυρό ενδεχόμενο το κούρεμα αυτό να μην ξεπεράσει το 30-35% αν και εφόσον οι γαλλικές ενστάσεις πείσουν το Βερολίνο και την Ολλανδία κατά κύριο λόγο.
Αντιθέτως, τόσο η γερμανική οικονομική ελίτ όσο και η Ουάσιγκτον προτιμούν ακόμη και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί «πιστωτικό γεγονός» που σημαίνει πως θα πρέπει να εκταμιευθούν πολλές δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των ασφαλίστρων (CDS) παρά να διαιωνιστεί η κρίση χρέους της Ευρωζώνης σε καθεστώς μάλιστα παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης όπως και προβλέπεται για την επόμενη περίοδο από την συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικών ινστιτούτων.
Ερήμην της Ελλάδας οι αποφάσεις.
Η Αθήνα παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να συμμετέχει σε αυτές και αναμένει την απόφαση του στενού Κονκλαβίου της Ευρωζώνης. Γνωρίζει δε πως οποιαδήποτε τελική λύση η οποία με βάση την απόφαση της 21ης Ιουλίου ενδεχομένως να επεκταθεί σε μεγαλύτερο κούρεμα του ελληνικού χρέους, θα σημάνει την περεταίρω εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων επί της διοίκησης της χώρας από τους δανειστές και κηδεμόνες της.
Η προοπτική αυτή προφανώς και πυροδοτεί αλληλουχία σεναρίων επί των πολιτικών εξελίξεων τα οποία άλλα εκπορεύονται συνειδητά από συγκεκριμένα πολιτικά, οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα με στόχο την οικοδόμηση της «Επόμενης Ημέρας» με διάδοχο πολιτικό σύστημα και πρόσωπα της απολύτου αρεσκείας, είτε εκπορεύονται από την ίδια την κυβερνώσα παράταξη με στόχο την καταμέτρηση αντιδράσεων.
Εντός αυτών των πλαισίων θα έπρεπε κανείς να αντιμετωπίσει την επανεμφάνιση προσώπων όπως του Κώστα Σημίτη, του Νίκου Χριστοδουλάκη, Αλέκου Παπαδόπουλου, Γιώργου Φλωρίδη, Λουκά Παπαδήμου (και του υπολοίπου σκληρού Σημιτικού πυρήνα), αλλά και των Κώστα Καραμανλή ή ακόμη και Κώστα Μητσοτάκη, πάντα σε ρόλο «εφεδρικού χαρτιού» και συμβουλευτικού χαρακτήρα στις εξελίξεις με ότι αυτό συνεπάγεται.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σενάρια περί «πολιτικών πρωτοβουλιών υψίστης εθνικής σημασίας» προωθούνται από δύο συγκεκριμένα οικονομικά – εκδοτικά συγκροτήματα τα οποία επιμένουν επί της ουσίας στην ενεργοποίηση τεχνοκρατικής φύσης προσώπων (τραπεζιτών και οικονομολόγων κυρίως) με στόχο την μεταβατική διακυβέρνηση της χώρας έως ότου οικοδομηθεί το πλαίσιο διαχείρισης της «επόμενης ημέρας».
Και σε αυτήν την περίπτωση η κυβέρνηση παρακολουθεί με αμηχανία , ανήμπορη να επέμβει αν και καλά πληροφορημένοι κύκλοι, εντός και εκτός Μαξίμου, εξηγούν πως πρόσωπα που ανήκουν και στην κυβερνώσα παράταξη ελίσσονται γύρω αλλά και εντός των ανωτέρω κύκλων συμφερόντων.