Στόχος της κυβέρνησης είναι η εφαρμογή ενιαίων κανόνων για όλους τους συνταξιούχους μέσω ενός νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, τόνισε ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, ενώ στάθηκε στη σημασία θεσμοθέτησης εθνικής σύνταξης που θα προστατεύει από τη φτώχεια.
Μιλώντας στο CNN Greece και ερωτηθείς για το εάν θα μειωθούν τελικά οι συντάξεις πάνω από 1.000 ευρώ, ο υπουργός Εργασίας απάντησε ότι στόχος της κυβέρνησης δεν είναι να μειώσει τις συντάξεις αλλά να διαμορφώσει ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Διασαφήνισε δε ότι «αυτό που θέλουμε εμείς να μην κάνουμε είναι οριζόντιες μειώσεις με ένα αυθαίρετο κριτήριο, γιατί είναι αυθαίρετο κριτήριο να πούμε ότι για τα 1.500 ευρώ θα πρέπει να μειωθεί η σύνταξη».
«Άλλος τα 1.500 ευρώ του τα μάτωσε και τα τίμησε δουλεύοντας 35 χρόνια και άλλος τα πήρε ενδεχομένως με μια ρύθμιση που είναι πιο ευνοϊκή γι’ αυτόν» ανέφερε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι επί της ουσίας η κυβέρνηση θέλει να εφαρμόσει ενιαίους κανόνες και για το μέλλον και για το παρελθόν σε όλους τους συνταξιούχους και να επαναϋπολογίσει τις συντάξεις με αυτό τον τρόπο.
«Ανάλογα με το αποτέλεσμα που θα έχουμε θα επέμβουμε, όχι για να μειώσουμε όπως έκαναν οι άλλοι, αλλά αντίθετα για να προστατεύσουμε τις μικρές συντάξεις», εκτίμησε.
Αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο θα προστατεύσει η κυβέρνηση τις μικρές συντάξεις τόνισε ότι εάν από τον υπολογισμό μειωθούν και οι μικρές συντάξεις, θα εξεταστεί από ποιο ύψος πρέπει να προστατευθούν.
Ο υπουργός Εργασίας τόνισε ότι οι τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης δεν έχουν ακόμα ληφθεί, κάτι που πιθανώς θα συμβεί στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, η δική του όμως πρόταση και αυτό που κρατάει από το πόρισμα της Επιτροπής Μεταρρύθμισης είναι δυο πράγματα, «ένα ότι πρέπει να έχουμε ενιαίους, δίκαιους κανόνες για το ασφαλιστικό και δεύτερον εθνική σύνταξη που θα προστατεύει από τον κίνδυνο της φτώχειας, που δεν θα χρηματοδοτείται από τις εισφορές, θα είναι κάτι επιπλέον που θα χρηματοδοτείται από τη φορολογία και που θα αποτελεί στο εξής τη βάση για τον υπολογισμό των συντάξεων».
Ερωτηθείς για το ύψος της σύνταξης, είπε πως αυτή «προσδιορίζεται ανάλογα με τον κίνδυνο της φτώχειας, που είναι το 60% του μέσου εισοδήματος», πως τώρα «πρέπει να είναι γύρω στα 384 ευρώ» αλλά και ότι «το 2010 όμως, που ήμασταν πιο πλούσιοι, ήταν 600 ευρώ».
«Ακριβώς αυτό δίνει την ελπίδα ότι όσο η κοινωνία μας θα προχωράει και η οικονομία μας θα βελτιώνεται, ανάλογα θα αυξάνεται και το όριο αυτής της σύνταξης», συμπλήρωσε.
Σχετικά με το ενδεχόμενο συγχώνευσης κύριας και επικουρικής σύνταξης τόνισε ότι «τα οργανωτικά τα συζητάμε» και πως «αυτό που θέλουμε είναι να προστατεύσουμε με όσο το δυνατό καλύτερο τρόπο το εισόδημα».
Η δυσκολία που έχει η κυβέρνηση με τις επικουρικές, είπε, είναι ότι «στο μνημόνιο έχει μπει μια ρήτρα, η λεγόμενη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, να μην μπορούμε δηλαδή από τον κρατικό προϋπολογισμό να ενισχύουμε τα επικουρικά ταμεία».
Υπογράμμισε δε ότι αναζητούνται εναλλακτικοί τρόποι. «Για παράδειγμα να δούμε μήπως μπορούμε μέσω των εργοδοτικών εισφορών να βρούμε ένα ισοζύγιο. Αν το βρούμε και σώσουμε τις επικουρικές όπως είναι, καλώς, διαφορετικά θα προσπαθήσουμε να τις διασώσουμε με τη συνένωσή τους με τις κύριες», εξήγησε.
Αναφορικά με δημοσιεύματα ότι θα πρέπει να γίνει μείωση των δαπανών του ασφαλιστικού κατά 9 δισ. έως το 2018, ο κ. Κατρούγκαλος έκανε λόγο για «υπερβολή» και μίλησε για στόχο μείωσης της δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ για το 2016, κάτι που έχει επιτευχθεί «κατά παραπάνω από 60% ήδη, με τις εισφορές που βάλαμε υπέρ του συστήματος υγείας, υπέρ του ΕΟΠΥΥ στις εισφορές και με την αύξηση των ορίων ηλικίας».
«Απομένει ένα σημαντικό ποσό το οποίο προσπαθούμε να δούμε εάν θα το καλύψουμε ενδεχομένως με αύξηση άλλων πόρων. Αλλά αυτό, να σας πω και μια μικρή είδηση, δεν μπορώ να σας πω και πιο πολλά γιατί στις διαπραγματεύσεις δεν μπορούμε να ανοίγουμε τα χαρτιά μας δημόσια, είναι ένα από τα θέματα που διαπραγματευόμαστε με τους εταίρους. Εάν μπορεί δηλαδή νέα χρήματα που μπαίνουν στο σύστημα να θεωρηθούν από αυτούς ισοδύναμα αντί για τη μείωση των συντάξεων», επισήμανε.
Απέκλεισε το ενδεχόμενο να καλυφθεί το εναπομείναν ποσοστό της μείωσης με αύξηση φορολογίας και αύξηση έκτακτης εισφοράς λέγοντας ότι «είναι υπερφορολογημένη η μεσαία τάξη».
«Προφανώς αναζητούμε φόρους από τα πολύ υψηλά εισοδήματα, δηλαδή από τη μεγάλη περιουσία, αλλά αυτό δεν είναι ανάμεσα στις προτάσεις που εμείς θέτουμε υπ’ όψιν στους εταίρους μας. Υπάρχουν και άλλες σκέψεις ως προς την αξιοποίηση της περιουσίας των ταμείων, σκεφτείτε ότι αυτή τη στιγμή η ακίνητη περιουσία των ταμείων είναι τεράστια και δεν χρησιμοποιείται όπως θα έπρεπε. Αυτά όμως δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθούν ώστε να αποτελέσουν ισοδύναμα. Γι’ αυτό έχουμε μια βεντάλια προτάσεων προς τους εταίρους που τις συζητάμε», κατέληξε.