Μια ψευδής βεβαίωση σε μέλος εφορευτικής επιτροπής των εκλογών οδήγησε στην ποινή φυλάκισης και έκδοσης προστίμου για γιατρό.
Το μέλος της εφορευτικής επιτροπής δεν πήγε στο εκλογικό τμήμα όπου είχε διοριστεί, επικαλούμενη δήθεν ασθένεια, αλλά «έκαψε» και τη γιατρό που της είχε δώσει «μαϊμού» ιατρική βεβαίωση, ότι πάσχει από πνευμονική λοίμωξη.
Και οι δύο καταδικάστηκαν και μάλιστα ο Αρειος Πάγος επικύρωσε την εφετειακή απόφαση που είχε επιβάλει τις ποινές.
Καταρχάς, να επισημανθεί ότι όσοι διορίζονται -τακτικά ή αναπληρωματικά- μέλη εφορευτικών επιτροπών κατά τη διεξαγωγή βουλευτικών, νομαρχιακών κ.λπ. εκλογών έχουν την υποχρέωση να μεταβούν στα εκλογικά τμήματα όπου έχουν διοριστεί.
Μπορούν να μην πάνε για λόγους ανωτέρας βίας, όπως είναι θέματα υγείας, απουσίας στο εξωτερικό κ.λπ., εφόσον όμως προηγούμενα ενημερώσουν τον δικαστικό αντιπρόσωπο με κάθε πρόσφορο τρόπο και το καλύτερα εγγράφως.
Τα τελευταία χρόνια τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών δεν προσέρχονται στα εκλογικά τμήματα στα οποία έχουν διοριστεί. Παρ’ όλα αυτά, οι δικαστικοί αντιπρόσωποι δεν αναζητούν ποινικές ευθύνες, καθώς αυτό απαιτεί χρονοβόρα διαδικασία.
Τα δικαστήρια, ωστόσο, έχουν καταδικάσει με ποινές φυλάκισης 5 μηνών με αναστολή κάποια μέλη εφορευτικών επιτροπών λόγω της μη προσέλευσής τους.
Παράλληλα, η ποινική νομοθεσία προβλέπει φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών και χρηματική ποινή για τη χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου.
Η «πνευμονική λοίμωξη» και το θράσος που «έκαψε» τη γιατρό
Πολίτης είχε κληρωθεί αναπληρωματικό μέλος εφορευτικής επιτροπής σε εκλογικό τμήμα της Αττικής. Κατά την έναρξη της ψηφοφορίας επισκέφθηκε το εκλογικό τμήμα η μητέρα της διορισμένης ως μέλος της εφορευτικής επιτροπής και γνωστοποίησε στη δικηγόρο δικαστική αντιπρόσωπο ότι η κόρη της δεν μπορεί να προσέλθει λόγω ασθένειας. Ταυτόχρονα προσκόμισε βεβαίωση από ιδιώτη γιατρό παθολόγο ότι η κόρη της πάσχει από πνευμονική λοίμωξη.
Η ιατρική βεβαίωση ανέφερε: «Η κάτωθι υπογεγραμμένη ιατρός βεβαιώ ότι επεσκέφθη οίκοι την ασθενή Ε.-Χ.Φ. και από την εξέταση διαπίστωσα ότι πάσχει από πνευμονική λοίμωξη. Εχορηγήθη θεραπευτική αγωγή και συνεστήθη όπως παραμείνη κλινήρης επί 2ήμερον και να γίνει μετά επανεξέταση. Η παρούσα χορηγείται για κάθε νόμιμη χρήση».
Ομως, το απόγευμα της ημέρας των εκλογών η εν λόγω «ασθενής» περιχαρής πήγε στο εκλογικό τμήμα που είχε διοριστεί εφορευτική επιτροπή για να ψηφίσει. Και όπως αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, η «ασθενής» «επισκέφθηκε το εκλογικό τμήμα προκειμένου να ασκήσει το εκλογικό της δικαίωμα, χωρίς να παρουσιάζει κανένα σύμπτωμα πνευμονικής λοίμωξης, αντιθέτως σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων αυτή παρουσίαζε άψογη εικόνα που δεν προσήκε σε ασθενή, και περαιτέρω δεν εμφάνιζε καμία ένδειξη σωματικής καταβολής και κατάπτωσης, αλλά ούτε και τα συνηθισμένα συμπτώματα πνευμονικής λοίμωξης (συνάχι, βήχα, καταρροή, βράχνιασμα φωνής)».
Μάλιστα, συνεχίζουν οι αρεοπαγίτες, «στη σχετική παρατήρηση της δικαστικής αντιπροσώπου ότι παρά το γεγονός ότι γνωστοποιήθηκε πρόβλημα υγείας για την αποφυγή των καθηκόντων της, αυτή προσήλθε για την άσκηση του εκλογικού της δικαιώματος, χωρίς εμφανή συμπτώματα της γνωστοποιηθείσας νόσου, αυτή απάντησε με στεντόρεια φωνή, δημιουργώντας έντονο φραστικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, εμμένοντας στον ισχυρισμό της ότι ήταν ασθενής και αφού άσκησε το εκλογικό της δικαίωμα αναχώρησε από το εκλογικό τμήμα».
Το γεγονός ότι η δήθεν ασθενής πήγε και άσκησε το εκλογικό της δικαίωμα, αλλά και η εριστική συμπεριφορά της προκάλεσαν υπόνοιες στη δικαστική αντιπρόσωπο περί πλαστογραφίας της ιατρικής βεβαίωσης. Και αυτό γιατί η ιατρική βεβαίωση «ήταν χειρόγραφη και γραμμένη στην καθαρεύουσα με χρήση πολυτονικού συστήματος γραφής, ενώ η ιατρός ήταν μέσης ηλικίας».
Οι ισχυρισμοί της γιατρού
Η δικαστική αντιπρόσωπος την επομένη των εκλογών επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη γιατρό που υπέγραφε τη βεβαίωση, η οποία αρχικά της είπε ότι δεν θυμάται «το όνομα της εν λόγω ασθενούς, ούτε επίσης και ότι είχε επισκεφθεί αυτήν στην κατοικία της και επιφυλάχθηκε δε να συμβουλευτεί το βιβλίο των ασθενών της».
Μετά την περαιτέρω διαδικασία, αλλά και ενώπιον των δικαστηρίων, η γιατρός ουδέποτε «προσκόμισε αντίγραφο εκ του τηρουμένου (κατά τους ισχυρισμούς της) βιβλίου ασθενών, ούτε απόδειξη παροχής υπηρεσιών ή έστω αντίγραφο της ιατρική συνταγής με τα φάρμακα που συνέστησε (η οποία καταχωρείται με ηλεκτρονικά μέσα), εκ των οποίων να προκύπτει ότι πράγματι εξέτασε» τη δήθεν ασθενή.
Τελικά, κατά την ποινική ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε ότι «η χορηγηθείσα από την κατηγορουμένη ιατρό-ειδική παθολόγο, ιατρική πιστοποίηση είναι ψευδής και εκδόθηκε από την τελευταία, κατόπιν σχετικής προτροπής της έτερης κατηγορουμένης, Ε.-Χ.Φ., προκειμένου να βεβαιωθεί αναληθώς ότι η τελευταία έπασχε από πνευμονική λοίμωξη».
Σύμφωνα με την απόφαση του Αργείου Πάγου, «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε» ότι η δήθεν ασθενής «έπασχε από πνευμονική λοίμωξη, ότι της χορηγήθηκε θεραπευτική αγωγή και ότι απαιτείτο να παραμείνει κλινήρης επί διήμερο, καθόσον δεν προσκομίσθηκε ιατρική συνταγή για χορήγηση συγκεκριμένης φαρμακευτικής αγωγής».
Ετσι, η γιατρός καταδικάστηκε από το Εφετείο Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών με τριετή αναστολή και χρηματική ποινή 300 ευρώ. Στην συνέχεια η γιατρός προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνη απόφαση. Ομως, οι αρεοπαγίτες επικύρωσαν, μεν, την καταδίκη, αλλά ανέπεμψαν την υπόθεση στο Εφετείο για νέα κρίση, καθώς, σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, προβλέπεται διαζευκτικά ή ποινή φυλάκισης ή χρηματική ποινή και στην προκειμένη περίπτωση είχαν επιβληθεί και τα δύο.