Για «νέο σοβαρό πλήγμα» που κατάφερε στα κυκλώματα λαθρεμπορίου αλκοολούχων ποτών κάνει λόγο το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).
Ειδικότερα, υπάλληλοι της Επιχειρησιακής Διεύθυνσης Αττικής της Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε., έπειτα από αξιοποίηση πληροφοριών, επεξεργασία δεδομένων παλαιοτέρων υποθέσεων και διακριτική παρακολούθηση, διενήργησαν την Τετάρτη πολλαπλούς ελέγχους και έρευνες σε διάφορους αποθηκευτικούς χώρους, αυτοκίνητα και κατοικία σε περιοχές της Αττικής, παρουσία εισαγγελέα.
Σε τρεις αποθηκευτικούς χώρους, καθώς και σε φορτηγό αυτοκίνητο, εντόπισαν μεγάλο όγκο αλκοολούχων ποτών – η γνησιότητα των οποίων αμφισβητείται -, καθώς και μεγάλο αριθμό πλαστών ετικετών.
Συνολικά κατασχέθηκαν 18.084 φιάλες αλκοολούχων ποτών, 123.000 τεμάχια πλαστών ετικετών γνωστών εταιρειών, 1.169 λίτρα οίνου, δύο φορτηγά αυτοκίνητα και εξοπλισμός για την αποκόλληση των ταινιών και των ετικετών.
Για το σύνολο των εμπορευμάτων δεν επιδείχθηκαν φορολογικά στοιχεία νόμιμης απόκτησης και προηγούμενης καταβολής των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το ύψος των οποίων προσδιορίστηκε από το Α΄ Τελωνείο Πειραιά σε 202.117,67 ευρώ.
Ως υπεύθυνοι συνελήφθησαν τρία άτομα, ελληνικής καταγωγής, που συμμετείχαν με διακριτούς ρόλους στο συγκεκριμένο κύκλωμα λαθρεμπορίου αλκοολούχων ποτών. Οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, με τη διαδικασία του αυτοφώρου, για παράβαση των διατάξεων του Ποινικού, Τελωνειακού, Αγορανομικού Κώδικα, καθώς και των διατάξεων του ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού». Άλλο ένα άτομο, ελληνικής καταγωγής, διέφυγε της σύλληψης.
Διενεργήθηκαν δειγματοληψίες και στάλθηκαν προς εξέταση στη Χημική Υπηρεσία, ενώ εκπρόσωποι των εταιρειών κατέθεσαν δηλώσεις πραγματογνωμοσύνης, από τις οποίες προκύπτει ότι οι ετικέτες που κατασχέθηκαν είναι πλαστές.
Οι κατασχεθείσες φιάλες αλκοολούχων ποτών μεταφέρθηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους προς φύλαξη.
Η έρευνα συνεχίζεται προκειμένου να εντοπιστεί η συνολική ποσότητα αλκοολούχων ποτών που διακινήθηκε από τους εμπλεκόμενους.
Το ΣΔΟΕ δηλώνει ότι «συνεχίζει με αμείωτους ρυθμούς τη μάχη κατά του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος».