Αντικείμενο έρευνας η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα με τα αποτελέσματα να φανερώνουν διεύρυνση της απογοήτευσης των πολιτών αλλά και θυμό.
Εξαιρετικά χαμηλά ενθουσιασμός και ικανοποίηση με τους Έλληνες να αναζητούν τη χαμένη τους ελπίδα σε ένα περιβάλλον που μόνο δύο στους δέκα θεωρούν την ποιότητα ζωής τους «ικανοποιητική» ή «ανεκτή».
Στην νέα κοινωνική έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και της Prorata οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν:
Ποια συναισθήματα κυριαρχούν σήμερα; Ποια είναι η αντίληψη για την ποιότητα ζωής; Επαρκεί το διαθέσιμο εισόδημα; Πόσο «ακριβή» είναι η στέγη και η ενέργεια; Πώς αξιολογούνται η εκπαίδευση και η υγεία; Πώς αποτιμώνται τα μέτρα κυβερνητικής στήριξης; Είναι εφικτή η αποταμίευση και πόσοι καταφεύγουν στο δανεισμό για τα «βασικά έξοδα»; Υπάρχει η δυνατότητα για διακοπές;
Με αυτά τα ερωτήματα-βασικούς πυλώνες το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ αποτυπώνει τάσεις και η ερμηνεία του αναδεικνύει φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τις συνθήκες ζωής στην Ελλάδα σήμερα, επιτρέποντας και τη σύγκριση με προγενέστερες χρονικές περιόδους.
I. Συναισθήματα
Πιο συγκεκριμένα, όπως αναδεικνύουν και τα σχετικά ευρήματα, στα συναισθήματα κυριαρχούν τα αρνητικά: απογοήτευση (50%) και θυμός (38%), ενώ μόλις τέταρτη και έκτη επιλογή είναι η αισιοδοξία (15%) και η ελπίδα (13%) αντίστοιχα.
Σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, είναι σημαντικό ότι το αίσθημα απογοήτευσης εμφανίζεται αυξημένο, δηλαδή επιδεινωμένο, σήμερα κατά 9 μονάδες (41% τότε), ενώ το αίσθημα ελπίδας μειωμένο κατά 4 μονάδες (τότε).
II. Ποιότητα ζωής και σημαντικότερα προβλήματα σήμερα
Η ποιότητα ζωής, λοιπόν, κρίνεται ως υποβαθμισμένη (43%) και ασφυκτική/πιεστική (30%) και μάλιστα σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι μια νέα κατηγορία που προστέθηκε στην τρέχουσα έρευνα, η απάντηση «υποβαθμισμένη» υπερκερνά με μεγάλη διαφορά τη δεύτερη απάντηση «ασφυκτική/πιεστική» που ήταν η κυρίαρχη τότε.
Το σημαντικότερο πρόβλημα στη χώρα φαίνεται να είναι η ακρίβεια (70%), οι χαμηλοί μισθοί/συνθήκες εργασίας (29%), η υγεία/συνθήκες περίθαλψης εκτός COVID-19 (29%).
Σε έναν χρόνο από σήμερα, εκτιμάται ότι η κατάσταση της χώρας θα έχει χειροτερεύσει (55%), θα είναι η ίδια (28%), θα έχει βελτιωθεί (15%).
Η έρευνα επιχειρεί να αποτυπώσει και ένα αίσθημα δυσφορίας που συχνά αναφέρεται και στη δημόσια συζήτηση ως διαπίστωση ότι η «κατάσταση χειροτερεύει». Το 60% των ερωτηθέντων νιώθει ότι η δική του γενιά περνά πιο δύσκολα από εκείνη των γονιών του.
III. Εργασιακές συνθήκες
Το κλίμα δυσαρέσκειας και «ασφυξίας» συνεχίζεται και στον εργασιακό τομέα, Το 1/3 (33%) έχει σκεφθεί να παραιτηθεί από την εργασία του τουλάχιστον μία φορά εντός του 2024.
Γιατί; Γιατί δεν είναι ικανοποιημένο σε σχέση με όσα προσφέρει (42%) ή σε σχέση με τα προσόντα του (36%), από τις συνθήκες εργασίας (20%), γιατί δεν υπάρχουν προοπτικές ανέλιξης (15%).
Το 54% δηλώνει δυσαρεστημένο και πολύ δυσαρεστημένο από τις αποδοχές του και μόλις το 15% ικανοποιημένο και πολύ ικανοποιημένο, ποσοστά που βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα της προηγούμενης έρευνας, κάτι που δείχνει ότι δεν υπάρχει αίσθηση βελτίωσης, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις αποδοχών που καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές μετρήσεις.
IV. Μέτρα κυβερνητικής στήριξης
Το 77% πιστεύει ότι οι επιδοματικές ενισχύσεις που δόθηκαν το 2023 δεν ικανοποιούν τις ανάγκες του πληθυσμού και το 72% ότι δεν έχει βοηθηθεί από αυτές σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα και μάλιστα τη στιγμή που η ακρίβεια αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει.
Σε σύγκριση με την έρευνα της προηγούμενης χρονιάς, στην οποία οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν αν οι επιδοματικές ενισχύσεις εκείνης της περιόδου (για την ενέργεια) είχαν βοηθήσει την οικονομική κατάστασή τους, στη φετινή έρευνα, οι αρνητικές εκτιμήσεις έχουν αυξηθεί (71% τότε).
V. Κόστος ζωής και επάρκεια εισοδημάτων
Άλλη μία αρνητική καταγραφή που συνεχίζεται από την προηγούμενη έρευνα είναι μεταξύ του κόστους ζωής και της επάρκειας των εισοδημάτων. Συγκεκριμένα, το 73% δεν αποταμιεύει, επίπεδο αντίστοιχο του περυσινού.
Μεταξύ όσων πληρώνουν ενοίκιο, το 80% κρίνει ότι το μίσθωμα είναι υψηλό σε σχέση με το εισόδημά του και μάλιστα καταγράφεται αύξηση 10 μονάδων σε σχέση με την αντίστοιχη ερώτηση στην περυσινή έρευνα δεδομένο που παραπέμπει στην ανάγκη υλοποίησης πρόσθετων παρεμβάσεων.
Επιπλέον, από το γεγονός ότι το 92% θεωρεί ακριβό το κόστος ενέργειας σε σχέση με το μηνιαίο καθαρό εισόδημά του και το 75% θεωρεί την πολιτική της κυβέρνησης (σ.σ. χρωματιστά τιμολόγια) ως μη επαρκή για την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της ενεργειακής κρίσης το ενεργειακό κόστος εμφανίζεται μάλλον «δυσβάσταχτο» σε σχέση με το μηνιαίο εισόδημα για την πλειοψηφία.
To 64% πιστεύει ότι η ενεργειακή μετάβαση θα αυξήσει το κόστος ενέργειας στο μέλλον.
VI. Αξιολόγηση δημόσιων πολιτικών
Την πιο αρνητική αξιολόγηση -λίγο/καθόλου αποτελεσματικές- λαμβάνουν οι πολιτικές στην παιδεία (88%), στην υγεία (87%), στην ασφάλεια (85%), στην κοινωνική πρόνοια (83%), στην οικονομία και στο περιβάλλον (από 76%). Την πιο θετική αξιολόγηση -λίγο/πολύ αποτελεσματικές- έχουν ο τουρισμός (55%) και η εξωτερική πολιτική (41%)
Η εμπιστοσύνη στο ΕΣΥ είναι μία ακόμη ανησυχητική ένδειξη, καθώς το 51% δεν έχει εμπιστοσύνη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Το 66% δηλώνει δυσαρεστημένο και πολύ δυσαρεστημένο από το ΕΣΥ και μόλις το 10% ικανοποιημένο και πολύ ικανοποιημένο.
To 77% θεωρεί -σίγουρα ναι και μάλλον ναι- υψηλό το κόστος που καταβάλλει για την υγεία στην Ελλάδα σε σχέση με το καθαρό μηνιαίο εισόδημά του.
Το 58% είναι μη ικανοποιημένο -δυσαρεστημένο και πολύ δυσαρεστημένο- από το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα (δημόσια/ιδιωτική εκπαίδευση και ΑΕΙ).
Μεταξύ όσων έχουν παιδιά, το 84% θεωρεί -μάλλον ναι και σίγουρα ναι- υψηλό το κόστος που καταβάλλει για τη εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Το 49% διαφωνεί και το 45% συμφωνεί με τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα για τη φοίτηση στα οποία θα καταβάλλονται δίδακτρα.
VII. Ελεύθερος χρόνος και διακοπές
To 48% δεν πήγε διακοπές το καλοκαίρι του 2023, ποσοστό ελαφρώς μειωμένο, βελτιωμένο δηλαδή, σε σχέση με το αντίστοιχο της περυσινής έρευνας, αλλά και πάλι με τον έναν στους δύο ερωτώμενους να δηλώνει αδυναμία πραγματοποίησης καλοκαιρινών διακοπών.