Ως βασικοί ύποπτοι για τη δολοφονία του πρέσβη της Ελλάδας στη Βραζιλία Κυριάκου Αμοιρίδη, κρατούνται η σύζυγός του και ένας 29χρονος, μέλος μονάδας ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας. Σε συνέντευξη Τύπου ο επιθεωρητής Εβαρίστου Πόντσι που ηγείται της έρευνας χαρακτήρισε τη δολοφονία «έγκλημα πάθους».
Η Φρανσουάζ Αμοιρίδη, η σύζυγος του διπλωμάτη, μια 40χρονη Βραζιλιάνα, και ο 29χρονος εραστής της, ο Σέρζιου Μορέιρα, έχουν συλληφθεί καθώς θεωρούνται βασικοί ύποπτοι για το φόνο του 59χρονου πρεσβευτή, διευκρίνισε ο Πόντσι, κάνοντας λόγο περί μιας «τραγικής» και «άνανδρης» δολοφονίας.
Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βραζιλία αγνοείτο από το βράδυ της Δευτέρας. Η Φρανσουάζ, η σύζυγός του και μητέρα της 10χρονης κόρης τους, κατήγγειλε την εξαφάνισή του στην αστυνομία την Τετάρτη.
Ο αστυνομικός Μορέιρα ομολόγησε σε συναδέλφους του χθες Παρασκευή ότι δολοφόνησε τον πρεσβευτή αργά το βράδυ της Δευτέρας στο σπίτι που ανήκε στην οικογένεια Αμοιρίδη στο Νόβα Ιγουάσου, στο βόρειο Ρίο.
Σύμφωνα με τον αξιωματικό της αστυνομίας ο οποίος ηγείται της έρευνας, πέραν της συζύγου και του αστυνομικού, έχει επίσης συλληφθεί ένας ξάδερφος του δράστη που φέρεται να έπαιξε ρόλο «τσιλιαδόρου» και να βοήθησε να απομακρυνθεί το πτώμα με την υπόσχεση ότι θα λάμβανε 80.000 ρεάις (25.000 δολάρια).
Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Μισέλ Τέμερ σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα σημείωσε ότι η δολοφονία του πρεσβευτή του προκάλεσε βαθιά θλίψη και εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του διπλωμάτη, τους φίλους του και στον λαό της Ελλάδας.
ΥΠΕΞ: Βαθιά θλίψη για τη δολοφονία
Βαθιά θλίψη για τη δολοφονία του πρεσβευτή εξέφρασε με ανακοίνωσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα λίγο μετά τα μεσάνυχτα το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας.
Ο Αμοιρίδης είχε υπηρετήσει ως γενικός πρόξενος στο Ρίο από το 2001 ως το 2004, ενώ υπήρξε επίσης πρεσβευτής στη Λιβύη από το 2012 ως το 2016, όταν ανέλαβε πρεσβευτής στη Βραζιλία.
«Εκφράζουμε την βαθύτατη οδύνη μας για τον τραγικό θάνατο του Πρέσβη Κυριάκου Αμοιρίδη, ενός φίλου της Βραζιλίας, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της διπλωματικής του σταδιοδρομίας υπηρέτησε την Ελλάδα με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα. Ο εκλιπών υπηρέτησε στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην ΕΕ, στα Γενικά Προξενεία στο Ρίο Ιανέιρο και στο Ρόττερνταμ και στην Ελληνική Πρεσβεία στο Βελιγράδι στη πρώτη φάση του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας» σημειώνεται.
«Ορόσημο αποτέλεσε η θητεία του ως Πρέσβεως της Ελλάδας στην Τρίπολη της Λιβύης και, ειδικότερα, ο καθοριστικός του ρόλος στην εκκένωση, υπό συνθήκες ανεξέλεγκτης βίας, της Πρεσβείας, καθώς και των Ελλήνων αλλά και χιλιάδων υπηκόων τρίτων χωρών από τη Λιβύη το καλοκαίρι του 2014.
Καίριας σημασίας, τέλος, υπήρξε η συμβολή του στη διοργάνωση της Διεθνούς Διάσκεψης με θέμα «Θρησκευτικός και Πολιτιστικός Πλουραλισμός και Ειρηνική Συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή» στην Αθήνα τον Οκτώβριο 2015.
Σύσσωμη η πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία, καθώς και οι συνάδελφοί του στο Υπουργείο Εξωτερικών εκφράζουν την οδύνη τους για τον αδόκητο χαμό του αγαπητού φίλου και συναδέλφου και απευθύνουν ειλικρινή συλλυπητήρια προς τους οικείους του» αναφέρει η ανακοίνωση.
«Βαρύ πλήγμα»
Σύμφωνα με τον Εβαρίστου Πόντσι η ακριβής αιτία του θανάτου του πρεσβευτή δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί διότι ο δράστης έβαλε φωτιά στη σορό του σε μια προσπάθεια να συγκαλύψει το έγκλημά του.
Η απανθρακωμένη σορός βρέθηκε το απόγευμα της Πέμπτης μέσα σε ένα αυτοκίνητο που μίσθωναν ο πρεσβευτής και η σύζυγός του. Το αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο κάτω από μια ανισόπεδη διάβαση στην περιοχή όπου διέμενε το ζευγάρι.
Η δολοφονία χαρακτηρίζεται άλλο ένα βαρύ πλήγμα για το Ρίο, τέσσερις μήνες αφότου φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η εγκληματικότητα στην πόλη αυξάνεται και η Πολιτεία είναι αντιμέτωπη με μεγάλα χρέη, γεγονός που οδηγεί συχνά σε καθυστερήσεις της πληρωμής των μισθών των δημοσίων λειτουργών και ακόμη και των αστυνομικών.
Στην περιοχή όπου βρέθηκε εγκαταλελειμμένο το αυτοκίνητο δρουν ισχυρές συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος που διαθέτουν πολιτικές διασυνδέσεις, αλλά και ένοπλες ομάδες που αποτελούνται συχνά από αστυνομικούς εκτός υπηρεσίας.
Οι ομάδες αυτές εκβιάζουν κατοίκους και επιχειρηματίες ζητώντας χρήματα για να τους προσφέρουν προστασία έναντι των συμμοριών. Έχουν αποκτήσει τέτοια δύναμη που συχνά προσεταιρίζονται πολιτικούς στους οποίους υπόσχονται τις ψήφους ολόκληρων συνοικιών με αντάλλαγμα την ατιμωρησία τους.