Την Παρασκευή στις 13:00, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα εγκαινιάσει το πρόσφατα αναστηλωμένο ανάκτορο των Αιγών και θα ξεναγηθεί από την επίτιμη έφορο Αρχαιοτήτων Αγγελική Κοτταρίδη.
Επίκεντρο είναι το ανάκτορο, το «βασίλειον» των Αιγών, με έκταση περίπου 15.000 τ.μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας. Χαρακτηρίζεται από την πολυτέλεια των υλικών, την εφευρετικότητα και την τελειότητα της εκτέλεσης, τα απροσδόκητα επιτεύγματα της τεχνολογίας και, συγχρόνως, από τη γεωμετρική καθαρότητα της φόρμας που διαμορφώνει ένα σύνολο απαράμιλλης ηρεμίας, κομψότητας και αρμονίας, όπου όλα υποτάσσονται στη γοητεία του μέτρου.
Το κτήριο άρχισε να κατασκευάζεται στα μέσα του 4ου αιώνα και είχε ολοκληρωθεί το 336 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Β’, στο αποκορύφωμα του εορτασμού της παντοδυναμίας του, δολοφονήθηκε καθώς έμπαινε στο γειτονικό θέατρο. Στο μεγάλο περιστύλιο του ανακτόρου ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μακεδόνων ο Αλέξανδρος Γ’ και ξεκίνησε την πορεία που θα άλλαζε τον κόσμο.
Το ανάκτορο καταστράφηκε στα μέσα του 2ου αι.π.Χ., μετά την οριστική κατάλυση του βασιλείου από τους Ρωμαίους του Μέτελλου, το 148 π.Χ. Ό,τι απέμεινε από τη λιθαρπαγή, που συνεχίστηκε για αιώνες, αποκαλύφθηκε με την ανασκαφή που ξεκίνησε το 1865 και συνεχίστηκε τον 20ό αιώνα, τη δεκαετία του 1930 και τις δεκαετίες του 1950-1960.
Με 16 δωρικούς κίονες σε κάθε πλευρά του, το μέγα περιστύλιο των Αιγών, που εικονοποιεί την έννοια του τετραγώνου, είναι το πρώτο του είδους του. Έχοντας έκταση 4.000 τ.μ., χωρούσε τουλάχιστον 8.000 άτομα και μπορούσε να λειτουργήσει ως τόπος συνάθροισης των Μακεδόνων. Ο τόπος συνάθροισης των πολιτών παίρνει εικόνα αυλής και η λέξη «αυλή» γίνεται συνώνυμη με την έννοια της βασιλείας.
Το έργο συντήρησης, στερέωσης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του μνημείου πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας με αυτεπιστασία. Διήρκεσε από το 2007 έως το 2023 ως συγχρηματοδοτούμενο έργο διαδοχικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, με συνολικό προϋπολογισμό 20.300.000 ευρώ.
Το έργο επεκτάθηκε στο σύνολο της έκτασης του μνημείου (15.000 τ.μ.) και στον περιβάλλοντα χώρο αυτού, σε συνολική έκταση περίπου 25.000 τ.μ. Έγινε εκ νέου αποκάλυψη των λειψάνων, ανασκαφή και στρωματογραφική τεκμηρίωση, συντήρηση και συστηματική καταγραφή όλων των κινητών ευρημάτων και των λίθινων αρχιτεκτονικών μελών (πολλές δεκάδες χιλιάδες), τεκμηρίωση και στερέωση των σωζόμενων στοιχείων στη θέση τους, συντήρηση και αισθητική αποκατάσταση των ψηφιδωτών και των μαρμαροθετημάτων των δαπέδων (περίπου 1.400 τ.μ.), στερέωση, συμπλήρωση και αποκατάσταση θεμελιώσεων και υποβάσεων, αναστήλωση κιονοστοιχιών επιτόπου και αναστήλωση τμήματος του άνω ορόφου της πρόσοψης στο αίθριο του μουσείου, καθώς και το μεγάλο έργο αντιστήριξης του πρανούς πάνω στο οποίο βρίσκεται το μνημείο.
Επιστημονικά και διοικητικά υπεύθυνη του έργου σε όλες τις φάσεις ήταν η Δρ Αγγελική Κοτταρίδη, αρχαιολόγος, και επιβλέποντες της τελικής φάσης ήσαν οι Ολυμπία Φελεκίδου, πολιτικός μηχανικός-αναστηλώτρια, Κική Κυρηττοπούλου, αρχιτέκτων, Εύα Κοντογουλίδου, αρχαιολόγος, Κώστας Τζίμπουλας, συντηρητής αρχαιοτήτων, Γιώργος Κωνσταντινόπουλος, εργατοτεχνίτης.