«Το ΔΝΤ έχει κάνει πολύ λίγα» για να ελαφρύνει την πίεση που ασκούν στην κυβέρνηση ορισμένα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δηλώνει στη βρετανική εφημερίδα «Τhe Guardian» ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, τονίζοντας παράλληλα, ότι «η Ελλάδα δεν έχει συμφωνήσει σε τίποτα ακόμη».
«Αντί να έχει το θάρρος των παραδοχών του και να μας βοηθήσει να μειώσουμε το μέγεθος ή και το χρονικό διάστημα των πλεονασμάτων, μετατοπίζει σε εμάς την πίεση για νέα μέτρα λιτότητας από το 2019 και μετέπειτα» τονίζει, απαντώντας εμμέσως στο χθεσινό άρθρο των Mορίς Όμπστφελντ και Πολ Τόμσεν.
Όπως εξηγεί αναλυτικά, μερικά κράτη – μέλη υποστηρίζουν τη θέση πως ο στόχος του 3,5% θα πρέπει να διατηρηθεί για 10 χρόνια. Άλλες χώρες, προσθέτει, κινούνται προς ένα συμβιβασμό, προτείνοντας τη μείωση του επίμαχου χρονικού διαστήματος σε πέντε χρόνια.
«Η θέση της Ελλάδας είναι ότι ούτε το ένα, ούτε το άλλο θα λειτουργήσουν και προτείναμε τη μείωση του στόχου στο 2,5%» αναφέρει στη συνέχεια, διευκρινίζοντας ότι η μείωση της μίας ποσοστιαίας μονάδες θα κατευθυνθεί εξ ολοκλήρου στην αποκλιμάκωση της φορολογίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης.
Η απάντηση του ΔΝΤ στην ελληνική πρόταση, σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο, ήταν η εξής: «Δεν μας νοιάζει εάν θα είναι τρία, πέντε ή δέκα χρόνια υψηλών πλεονασμάτων. Εμείς θέλουμε να δούμε περισσότερα μέτρα για να βγουν τα νούμερα, αφού δεν νομίζουμε πως το 3,5% είναι εφικτό χωρίς τέτοια μέτρα». Ο Έλληνας υπουργός μάλιστα, στιγματίζει το γεγονός ότι «οι εκπρόσωποι του Ταμείου δεν ασχολήθηκαν καν με τη συμβιβαστική πρόταση που καταθέσαμε».
Ο ίδιος απαντά και στη θέση των δύο αξιωματούχων του Ταμείου πως «η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, και καταβάλλει δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών».
Όπως επισημαίνει αναλυτικά, οι δαπάνες της κυβέρνησης, τόσο για τις συντάξεις όσο και για άλλα επιδόματα, είναι περίπου στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 52% εκείνου της Γερμανίας.
«Όταν περίπου το 45% των συνταξιούχων έχουν μηνιαίες αποδοχές κάτω από το όριο της φτώχειας των 665 ευρώ, και σχεδόν 4 εκατ. άνθρωποι – δηλαδή περισσότερο από το 1/3 του πληθυσμού – έχουν χαρακτηριστεί ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό, είναι δυνατόν το κύριο πρόβλημα στην Ελλάδα να είναι ότι οι συντάξεις και το αφορολόγητο όριο είναι πολύ γενναιόδωρα» διερωτάται.
Την ίδια στιγμή – προσθέτει – ο μόνος λόγος για τον οποίο περισσότεροι άνθρωποι απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου εισοδήματος είναι ότι λιγότεροι άνθρωποι έχουν αξιοπρεπή εισοδήματα.
Και καταλήγει ο Έλληνας υπουργός: «Έτσι, το ΔΝΤ, το οποίο υποτίθεται ότι επανεξετάζει τη σχέση μεταξύ της ανάπτυξης και της ανισότητας – και δικαίως τονίζει τη σημασία της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς – φαίνεται να αγνοεί ότι η περαιτέρω μείωση των συντάξεων και η αύξηση του αφορολόγητου ορίου δεν μπορεί παρά να αυξήσουν τόσο την ανισότητα όσο και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Όμως, τουλάχιστον τότε… οι αριθμοί θα βγαίνουν».