Την αισιοδοξία ότι «θα βρεθεί μια χρυσή τομή μέσω των τεχνικών συζητήσεων, αλλά κυρίως μέσω των πολιτικών πρωτοβουλιών που έχει ήδη αναλάβει η κυβέρνηση» στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τη β΄αξιολόγηση, εκφράζει η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών.
«Εργαζόμαστε αδιάκοπα για να υπάρξει συμφωνία με τους θεσμούς, μέσω ενός έντιμου συμβιβασμού (και όχι ενός τέταρτου μνημονίου), όπως είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, στη βάση των αρχών που έχει περιγράψει ο Πρωθυπουργός. Πιστεύουμε ότι θα βρεθεί μια χρυσή τομή», τονίζει η υπουργός Εργασίας. Όπως σημειώνει, «η Ελλάδα έχει τηρήσει όσα συμφωνήθηκαν και αυτή τη στιγμή είναι καθήκον των δανειστών της να τηρήσουν κι εκείνοι τις δεσμεύσεις τους».
Η κ. Αχτσιόγλου διαμηνύει ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να συμφωνήσει σε ένα σχήμα που αφενός θα περιλαμβάνει περισσότερα μέτρα λιτότητας, όπως ζητά το ΔΝΤ, αφετέρου δεν θα περιέχει μέτρα ελάφρυνσης του χρέους». «Η επίτευξη ενός συμβιβασμού σημαίνει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να κάνουν πίσω σε κάτι κι αυτό το καταλαβαίνουν όλες οι πλευρές», αναφέρει συγκεκριμένα.
Επαναλαμβάνει ακόμη ότι η «η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν συζητά νομοθέτηση επιπλέον μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος, ενώ έχει αποκλείσει τις πρόωρες εκλογές».
Αναφερόμενη στις επαφές που είχε στις Βρυξέλλες, η υπουργός Εργασίας κάνει λόγο για «κύμα συμπαράστασης» από πολιτικές δυνάμεις στις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τα εργασιακά. Εκφράζει ακόμη την ελπίδα ότι «αυτή η συμπαράσταση θα μεταφραστεί σύντομα και σε μια σύγκλιση στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης» καθώς – όπως επισημαίνει – «η θέση της ελληνικής κυβέρνησης δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο θα πρέπει να εφαρμόζεται στην Ελλάδα, όπως προβλέπει και η συμφωνία του Ιουλίου του 2015 με τους θεσμούς».
«Στόχος της κυβέρνησης είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη υπεράσπιση των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας. Γι’ αυτό δίνουμε τη μάχη για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα, για να αποκτήσουν ξανά οι εργαζόμενοι διαπραγματευτική ισχύ και να μπορούν να διεκδικήσουν καλύτερους όρους εργασίας» σημειώνει η υπουργός Εργασίας.
Εκφράζει ακόμη την αντίθεσή της «στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, και ιδίως στην αύξηση του ορίου, που επιδιώκουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και το ΔΝΤ». Όπως αναφέρει, τυχόν ικανοποίηση των απαιτήσεών τους δεν θα πετύχει τίποτα περισσότερο «παρά να απορρυθμίσει περαιτέρω την ήδη απορρυθμισμένη αγορά εργασίας».
Αναφερόμενη στο έκτακτο επίδομα στους συνταξιούχους τονίζει ότι δέσμευση της κυβέρνησης είναι «κάθε ευρώ που πλεονάζει από τους διαθέσιμους πόρους να αναδιανέμεται στους πιο αδύναμους συμπολίτες μας». Αναγνωρίζει πάντως ότι «προφανώς και δεν αναπληρώνει τα όσα έχασαν οι απόμαχοι της δουλειάς στα χρόνια των μνημονίων, αν και όπως προσθέτει, «είναι μια έμπρακτη αναγνώριση των θυσιών του ελληνικού λαού και μια κίνηση ανακούφισης ευρείας κοινωνικής ομάδας, που έχει υποστεί πολλά κατά τη διάρκεια της κρίσης».