Συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας έως και κατά 2,5 εκατομμύρια το 2050 συγκριτικά με το 2015 προβλέπει επιστημονική έκθεση που περιλαμβάνεται στο πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό, το οποίο συζητείται σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας (2035) ο πληθυσμός της Ελλάδας θα κυμανθεί μεταξύ 10,4 και 9,5 εκατ., από 10,9 εκατ. που ήταν το 2015. Το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα κυμανθεί από 8,3 έως 10 εκατομμύρια και, κατά συνέπεια, η μείωση θα είναι έως και 2,5 εκατομμύρια σε απόλυτες τιμές σε σχέση με το 2015.
Γήρανση πληθυσμού
Εκτός από τις διαφορές σε απόλυτα μεγέθη του συνολικού πληθυσμού, σημαντικές αλλαγές αναμένονται τα επόμενα χρόνια και στην ηλικιακή δομή του. Το 2035 το ποσοστό των άνω των 65 ετών και των άνω των 85 ετών στο συνολικό πληθυσμό (που διαμορφωνόταν σε 20,9% και 2,8% αντίστοιχα το 2015), αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% έως 27,7% για τους άνω των 65 ετών και 4,1% έως 4,5% για τους άνω των 85 ετών. Τα ποσοστά των νέων θα κυμανθούν από 11% έως 12,4% για τους 0 έως 14 ετών και 15,8% έως 14,2% για τους 0 έως 18 ετών.
Το 2050 το ποσοστό των άνω των 65 ετών και των άνω των 85 ετών στον συνολικό πληθυσμό, αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% έως 30,3% για τους άνω των 65 ετών και 6,5% έως 4,9% για τους άνω των 85 ετών. Το 2050 το ποσοστό των νέων, από 0 έως 14 ετών, αναμένεται να κυμανθεί από 14,8% έως 12%. Για τους νέους 0 έως 18 ετών θα είναι 19% έως 15,4%.
«Καμπανάκι» για τις επιπτώσεις στο συνταξιοδοτικό και στο σύστημα Υγείας
Η δημογραφική γήρανση δεν επέρχεται χωρίς συνεπακόλουθα. Η ποσοστιαία μείωση του πληθυσμού στις αποκαλούμενες παραγωγικές ηλικίες και η δυσανάλογη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων, θέτουν σε άμεσο κίνδυνο, εκτός των άλλων, και τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Οι συντάξεις και οι παροχές υγείας ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού ατόμων θα καλύπτονται από τις εισφορές και τους φόρους που καταβάλλονται από ένα διαρκώς μειούμενο αριθμό εργαζομένων.
Επίσης, χάνοντας τη νεανικότητά του ένας πληθυσμός υστερεί σημαντικά στην έρευνα και την καινοτομία, τομείς καθοριστικούς για την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Οι Ελληνίδες γεννούν όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία
Όπως αποτυπώνεται στο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής για το Δημογραφικό οι Ελληνίδες γεννούν όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία.
Βάσει των συμπερασμάτων, η ανάλυση της γονιμότητας των γενεών δείχνει ότι η ατεκνία μεταξύ των Ελληνίδων δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή, όπως συμβαίνει σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία ή η Ιαπωνία. Αντίθετα, είναι μάλλον το αποτέλεσμα καταστάσεων και συνθηκών που επιβάλλονται από το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και δυσκολεύουν την απόφαση για τεκνοποίηση, ενώ η κρίση επιδείνωσε το περιβάλλον αυτό.
Ταυτόχρονα η συνεχής αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία θα συμβάλλει και αυτή στην αύξηση του ποσοστού της ατεκνίας. Στοιχεία της Eurostat για τη μέση ηλικία στην γέννηση, δείχνουν ότι ενώ στην Ελλάδα μια γυναίκα γεννούσε το 1960, κατά μέσο όρο στα 28,7 έτη της ηλικίας της, το 2015 γεννούσε στα 31,3 έτη.
Την ίδια ώρα τα νέα οικογενειακά πρότυπα απαιτούν νέες προσεγγίσεις για τη διαμόρφωση της δημογραφικής πολιτικής. Ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών έχει αυξηθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και, δευτερευόντως, λόγω της αύξησης των εκτός γάμου γεννήσεων. Το φαινόμενο αφορά κυρίως τις γυναίκες. Ο αριθμός αυτών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους είναι πενταπλάσιος του αριθμού των πατέρων. Οι εκτός γάμου γεννήσεις αν και παραμένουν σε ένα χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδο, έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί ως απόλυτο μέγεθος τα τελευταία 25 χρόνια. Έτσι ενώ το ποσοστό των εκτός γάμου γεννήσεων ήταν 2% το 1990, το 2017 αγγίζει το 9%.
Ταυτόχρονα το μέσο μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών χωρίς παιδιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, οι συζυγικές οικογένειες είχαν στην πλειονότητά τους δύο παιδιά. Το 2011, άνω του 65% των ζευγαριών (παντρεμένων και συμβιούντων) έχουν το πολύ ένα παιδί, το 27% έχουν δύο παιδιά και μόλις το 7% έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Το 37% των παντρεμένων ζευγαριών και το 85% των ζευγαριών που συμβιώνουν, χωρίς να έχουν παντρευτεί, δεν έχουν παιδιά.
ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ