Να κηρυχθούν ένοχοι και οι δύο κατηγορούμενοι για τον ομαδικό βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη ζήτησε από το Μεικτό ορκωτό Εφετείο της Αθήνας η εισαγγελέας της έδρας.
Η εισαγγελική λειτουργός με βεβαιότητα ανέφερε στους δικαστές κι ενόρκους ότι και οι δύο κατηγορούμενοι βίασαν, κακοποίησαν, μαχαίρωσαν, χτύπησαν με σίδερο και στη συνέχεια πέταξαν την Ελένη ζωντανή στη θάλασσα.
«Η κοπέλα συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο αλβανικής καταγωγής και ανακάλυψε ότι μαζί τους θα έρθει και ένας Ροδίτης φίλος του. Έφθασαν στο σπίτι. Πήγαν στο δώμα και έπιναν ποτό. Στη 01.07 λεπτά η Ελενη στέλνει μήνυμα στη φίλη της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούλησή της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλλει στην αστυνομία”, σημείωσε.
Αυτή η προειδοποίηση φαίνεται να έπαιξε ρόλο, στην απόφαση των κατηγορουμένων οι οποίοι, «σκεπτόμενοι τις συνέπειες αυτού της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο».
Επιχειρώντας να αποδομησει τους ισχυρισμούς τους, «για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Έριξαν την Ελενη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι ενόψει ότι η Ελενη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελενη στη θάλασσα».
Οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με την εισαγγελέα, επέστρεψαν στο σπίτι για να καθαρίσουν το φορτηγάκι, το σπίτι και να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα της κοπέλας. Σε 40-45 λεπτά εντοπίστηκαν ξανά στο ίδιο σημείο που έριξαν την Ελενη για να ξεφορτωθούν τα πράγματα της. Όμως πολλά κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος.
«Ο θάνατος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα» ξεκαθάρισε η εισαγγελική λειτουργός και συμπλήρωσε ότι η Ελένη Τοπαλουδη, παρά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων «ήξερε ότι απλώς πηγαίνει για σουβλάκια, ήταν απλά ντυμένη και αν ήθελε να κάνει τρίο θα το έκανε στο σπίτι της, δεν ήταν ανάγκη να πάει σε άλλο σπίτι».
Τα σκισμένα ρούχα της Ελένης καταδεικνύουν την υπέρμετρη πάλη που προηγήθηκε κατά την εισαγγελέα, η οποία πρόσθεσε πως «αν η Ελενη συμμετείχε σε αυτό το σκηνικό οικεία βουλήσει θα ζούσε ακόμα και δεν υπήρχε λόγος για όλο αυτό που έγινε».
Καταλήγοντας η εισαγγελέας ανέφερε: «Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να σωπάσει η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειες τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού».
Σχετικά με τον ισχυρισμό για άρση του καταλογισμού του εγκλήματος στον Ροδίτη κατηγορουμένο η εισαγγελέας ανέφερε: «Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία ότι οι κατηγορούμενοι δεν αντιλήφθηκαν τις πράξεις τους ή είχαν μειωμένη ικανότητα αντίληψης. Ο ψυχίατρος που εξέτασε τους κατηγορουμένους αμέσως μετά τη σύλληψη, δεν διαπίστωσε ψυχοπαθολογίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν».
Ξέσπασε η μάνα
Παρόντες στο δικαστήριο είναι οι γονείς της Ελένης. Την ώρα που η εισαγγελέας περιέγραφε τα περιστατικά, η μητέρα φώναξε:
«Σε τρεις μέρες έφαγες το παιδί μου ρε βρωμιάρη. Ήρθατε από την Αλβανία να σπείρετε τον πόνο».
Αμέσως οδηγήθηκε εκτός αίθουσας για να ηρεμήσει.