Μπορεί ο Μπόρις Τζόνσον να ακολουθήσει το παράδειγμα του Χάρολντ Ουίλσον;
του Patrick O’ Flynn
Για πολλά χρόνια είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για την ξαφνική παραίτηση του Ουίλσον από την πρωθυπουργία πριν περάσει ένας χρόνος από την επίλυση της εκκρεμότητας του μέλλοντος που θα είχε η Βρετανία στην Ευρώπη με το δημοψήφισμα του 1975. Υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την ΜΙ5; Εβλεπε τα πρώτα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ; Υπήρχε κάποιο άλλο κρυφό προσωπικό σκάνδαλο που θα αποκαλυπτόταν αν δεν έφευγε;
Η αλήθεια ήταν πιο πεζή. Φαίνεται πως ο Ουίλσον είχε χάσει την όρεξή του για τη δουλειά. Στο σημείωμα της παραίτησής του προς τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, παραπονιόταν ότι οι μέρες του ήταν πολύ πιο φορτωμένες από εκείνες των προκατόχων του και ότι έπρεπε να δουλεύει επτά ημέρες την εβδομάδα, 12 με 14 ώρες την ημέρα.
Λίγοι θεωρούν ότι ο Τζόνσον διαπνέεται από μια σταχανοβιτική εργασιακή ηθική. Δεν χρειάζεται λοιπόν μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι οι δύσκολες μέρες που περνάει δεν ήταν αυτό που είχε στο μυαλό του για την πρωθυπουργία.
Συνυπολογίστε το διαζύγιο, το γεγονός ότι έγινε ξανά μπαμπάς στα 56 και την εμπειρία του στην εντατική, και θα καταλάβετε γιατί έχουν αρχίσει τα κουτσομπολιά ότι ο Τζόνσον μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ουίλσον στις αρχές του 2021, όταν το Brexit μπει σε μια τροχιά.
Όπως μου είπε αυτή την εβδομάδα κάποιος που τον ξέρει καλά, «το σιχαίνεται. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στη δουλειά του. Η απομάκρυνσή του από την οικογένειά του τον απασχολεί πολύ. Ο Ντόμινικ Κάμινγκς έχει αφοσιωθεί μαζί με τον Μάικλ Γκόουβ στο Brexit και ξέρει ότι οι περισσότεροι άλλοι γύρω του είναι δεύτερης κατηγορίας».
Ενώ η επιτυχία του σε μια εκλογικού χαρακτήρα πολιτική δεν μπορεί να αμφισβητηθεί – αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις δημοσκοπήσεις -, η αποτυχία του στην κυβερνητική πολιτική αποτελεί πια κοινή παραδοχή στο Ουεστμίνστερ.
H επιπολαιότητά του, η ανάγκη του να είναι αρεστός και η τάση να θεωρεί ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς να εκτελεί πλήρως τα καθήκοντά του θεωρούνται οι τρεις αιτίες της αποτυχίας του.
Και τα τρία αυτά στοιχεία ήταν έκδηλα στην αντιπαράθεσή του με τον υπουργό Βόρειας Ιρλανδίας, που δήλωσε ότι η ΕΕ διαπραγματεύεται καλόπιστα, ενώ ο ίδιος ο Τζόνσον είχε πει το αντίθετο. Ο βρετανός πρωθυπουργός άρχισε να λέει με θεατρικό τρόπο ότι δεν αποκλείεται να κάνει λάθος, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για δείγματα επιδοκιμασίας ή θαυμασμού.
Υστερα ήρθε αυτή η συνέντευξη στη Sun, όπου είπε ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να καρφώνουν τους γείτονές τους όταν παραβιάζουν τον «κανόνα των έξι» στις συναθροίσεις τους – τον οποίο η δική του κυβέρνηση θέσπισε ως απαραίτητο για την αντιμετώπιση της πανδημίας – , εκτός πια αν κάνουν τίποτα μεγάλα πάρτι. Ο βρετανός πρωθυπουργός άδειασε έτσι όλους τους υπουργούς και βουλευτές, που προειδοποιούσαν όλη την εβδομάδα ότι, ναι, οι αρχές πρέπει να γνωρίζουν πότε παραβιάζεται ένας νόμος.
Με ένα εξαιρετικά δύσκολο φθινόπωρο να έρχεται λόγω της κρίσης της Covid-19, αυτού του είδους η ηγεσία δεν μοιάζει κατάλληλη για την εποχή.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που έχει αρχίσει να κυκλοφορεί και πάλι το όνομα του Μάικλ Γκόουβ, με τον γνωστό σχολιαστή Πολ Γκούντμαν να ρίχνει την ιδέα ότι μπορεί τον Ιανουάριο να οριστεί αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Το περίεργο είναι ότι τόσοι άνθρωποι θαυμάζουν τον στρατηγικό νου του Γκόουβ. Φαίνεται ότι τους αρέσει η ιδέα να αντικατασταθεί κάποιος που είναι καλός στο να εκλέγεται και κακός στο να κυβερνά από κάποιον που είναι καλός στο να κυβερνά και κακός στο να εκλέγεται.
Και δεν περνάει από το μυαλό κανενός ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να επιλεγεί κάποιος που είναι καλός και στα δύο.
Όπως είχε πει παλιότερα ο Τζόνσον όταν είχε προσδιορίσει τα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πρωθυπουργός, «ύστερα από διαβουλεύσεις με τους συναδέλφους μου, κατέληξα ότι εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία».
(*) Ο Πάτρικ Ο’Φλιν είναι αρθρογράφος του Spectator
Πηγές: ΑΜΠΕ, Spectator