Την παρακάτω ανακοίνωση εξέδωσε η Αριστερή Κίνηση Περιστερίου:
6-7-1944 : Το Μπλόκο του Περιστερίου
Τιμή και Δόξα στις Ηρωίδες και στους Ήρωες της Εθνικής Αντίστασης
Η εργατούπολη του Περιστερίου, των μεγάλων λαϊκών αγώνων και της αντίστασης κατά την κατοχή, δε γλίτωσε από τα μπλόκα που έστησαν οι Γερμανοί κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944.
Στις 6 Ιούλη του 1944, τέσσερις χιλιάδες Γερμανοί ναζί μαζί με ταγματασφαλίτες περικυκλώνουν το Περιστέρι από τα ξημερώματα, με στόχο να εξαρθρώσουν τους ΕΛΑΣίτες που μένουν στην πόλη. Μαζεύουν όλους τους άντρες από 14 μέχρι 70 ετών στο Λόφο Αξιωματικών. Αρκετοί αγωνιστές κατάφεραν να κρυφτούν στο Λιγνιτωρυχείο του Αη Βασίλη, αφού η Οργάνωση του ΕΑΜ στο εργοστάσιο είχε πάρει ανάλογα μέτρα. Τη μέρα του Μπλόκου στο Περιστέρι, συνελήφθησαν 180 αγωνιστές. Άλλους τους έστειλαν στου Γουδή, άλλους απευθείας στο Χαϊδάρι και 124 στη Γερμανία, από τους οποίους επέστρεψαν μόλις 19.
Στου Γουδή, από τα βασανιστήρια δολοφονούν τους αγωνιστές: Λάμπρο Ξυνογαλά, λιγνιτωρύχο ΕΛΑΣίτη, Λάμπρο Γκιωνάκη, 15χρονο ΕΠΟΝίτη, Φώτη Νάνο, εργάτη μετάλλου και στέλεχος του ΕΑΜ και Αποστόλη Δούνια, φιλόλογο, καπετάνιο των Δυτικών Συνοικιών του ΕΛΑΣ.
Να πώς περιγράφει τη μέρα εκείνη ο Νίκος Σφακιανάκης, λοχαγός του ΕΛΑΣ στις Δυτικές Συνοικίες, στο βιβλίο του «Το Περιστέρι στην Αντίσταση 1941 – 1944»:
«Το ξύπνημα ο Περιστεριώτικος λαός (…) το δεχτήκανε απ’ το χωνί των τσολιάδων. Ήταν μια φωνή που έμοιαζε πεινασμένου λύκου. Τι έλεγε; (…)
“Περιστεριώτες. Αυτή τη στιγμή είστε κυκλωμένοι. Οι γερμανικές αρχές έχουν πληροφορίες ότι στο Περιστέρι κρύβονται ένοπλες δυνάμεις καθώς και όπλα. Χωρίς καμμιά αντίσταση να συγκεντρωθείτε από 14 μέχρι 70 στο Λόφο Αξιωματικών, διότι σε μια ώρα θα κάνουμε έλεγχο σε όλα τα σπίτια. Οποιος τολμήσει να διαφύγει ή να κρυφτεί, θα τουφεκίζεται επί τόπου”. (…)
Στο λόφο, εκείνη τη μέρα, οι συγκεντρωμένοι φτάσαν τις 5.000 ψυχές, που με κρατημένη την αναπνοή τους, περίμεναν τα λεπρά χέρια των μασκοφόρων Ατζίπαπα, Στριφτού και Αθανασίας, σε ποια στήθια θ’ ακούμπαγαν. Κι ακούμπησαν πάνω σε 150 στήθια αγωνιστών που δεν έκλαψαν ούτε άρχισαν να τρέμουν σα φύλλο καλαμιάς στις ρεματιές. Δεν γνώριζαν άλλους από το πλήθος κι έλεγαν στους Γερμανούς πως λείπει στο σύνολό του ο οπλισμένος ΕΛΑΣ. Η απάντηση ήταν: Κοιτάχτε καλύτερα (…)».
Θρυλική μορφή που συμπυκνώνει αυτά τα στοιχεία, είναι αυτή της Περιστεριώτισσας Αννας Παρλιάρου. 16 χρόνων, στέλεχος της ΕΠΟΝ , συνελήφθη το Μάη του 1944, πηγαίνοντας σε σύσκεψη και οδηγήθηκε στου Γουδή. Γνώρισε φριχτά βασανιστήρια και κακοποιημένη, σχεδόν ανάπηρη, αφού οι ταγματασφαλίτες της έκαψαν και της ακρωτηρίασαν το ένα της στήθος, υποβασταζόμενη, την έφεραν στο Μπλόκο του Περιστερίου, στις 6 Ιούλη του ’44. Σκοπός τους ήταν να την κάνουν να καταδώσει συναγωνιστές της. Ο Ν. Σφακιανάκης αναφέρει στο βιβλίο του τη σκηνή: «Το χέρι της δε σηκώθηκε ν’ ακουμπήσει σε κανένα στήθος από τις πέντε χιλιάδες που ήταν εκεί. (…) Το στόμα της μίλησε αφού πρώτα η αράγιστη ματιά της αγκάλιασε με ζεστασιά όλους τους συντοπίτες της με δυο λέξεις: “Κουράγιο αδέρφια!”».
Η απολογία της Αννας Παρλιάρου στο δικαστήριο, που οδηγήθηκε μετά το Δεκέμβρη του ’44 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, διδάσκει για τον ηρωισμό και το μεγαλείο των , λαϊκών αγωνιστών.
«Είναι πρώτη φορά που πατώ το πόδι μου σε δικαστήριο και μάλιστα τόσο μεγάλο. Ενα πράγμα μού προξενεί κατάπληξη. Ότι σήμερα στην πατρίδα μας επικρατεί μεγάλη σαπίλα. Εκείνοι που πάλεψαν πραγματικά για τη λευτεριά της απ’ τον φοβερό ξένο κατακτητή, σέρνονται και σαπίζουν στις φυλακές. Ενώ εκείνοι που προδίνανε και σκότωναν το λαό μας με τουφέκια και αυτόματα γερμανικά, οι δοσίλογοι και οι εγκληματίες πολέμου, είναι τα χαϊδεμένα παιδιά του σημερινού κράτους και χρησιμοποιούνται σαν όργανα και κατήγοροι των λαϊκών αγωνιστών. Ανήκω, κύριοι ένορκοι, στην παράταξη εκείνη που όσοι βρίσκονται στις γραμμές της, μόνο την αλήθεια ξέρουν να λένε. Είμαι ΕΠΟΝίτισσα από την άνοιξη του 1943 και το θεωρώ ντροπή γιατί δεν μπήκα νωρίτερα. Δουλεύοντας σε ΕΠΟΝίτικη δουλειά στο Περιστέρι, δεν άργησα να γίνω μέλος του τιμημένου ΚΚΕ. Έδωσα ό,τι μπορούσα για τη Λευτεριά της Πατρίδας μου. Και αυτό είναι το “έγκλημά” μου. Γι’ αυτό το “μεγάλο έγκλημα” ο άνθρωπος για τον οποίο με κατηγορείτε σήμερα ότι σκότωσα μαζί με τους συγκατηγορούμενούς μου, με παρέδωσε στους Γερμανούς. Στο Γουδή που με κλείσανε οι “πατριώτες” εκείνοι που σήμερα ασφαλώς υπηρετούν στον “εθνικό” στρατό, πέρασα απ’ τη χειρότερη δοκιμασία. Οι απαίσιοι αυτοί δήμιοι βασάνισαν το σώμα μου, μα ποτέ δεν μπόρεσαν να βεβηλώσουν την ψυχή μου. Με κατηγορούν για ηθικό αυτουργό για λιντσάρισμα του Γεροστάθου (σ.σ. αστυνομικός διοικητής στο Περιστέρι επί Κατοχής, που παρέδωσε στου Γουδή την Α. Παρλιάρου). Ηθικός αυτουργός είναι ο ίδιος ο Γεροστάθος, που με την προδοτική του στάση προκάλεσε την αγανάκτηση του λαού».
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΟ ’40,
ΤΗΝ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΘΑ ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΠΑΝΤΑ !