Συνταγματική έκρινε ο Άρειος Πάγος την διάταξη στην οποία προβλέπεται πως η άρνηση υποβολής σε εξέταση DNA, από υποψήφιο πατέρα, αυτομάτως θα ερμηνεύεται από τη δικαιοσύνη ως απόδειξη ότι ο εν λόγω διάδικος είναι ο πατέρας του παιδιού.
Συνταγματική έκρινε ο Άρειος Πάγος την διάταξη στην οποία προβλέπεται πως η άρνηση υποβολής σε εξέταση DNA, από υποψήφιο πατέρα, αυτομάτως θα ερμηνεύεται από τη δικαιοσύνη ως απόδειξη ότι ο εν λόγω διάδικος είναι ο πατέρας του παιδιού.
Η απόφαση αυτή αλλάζει τα δεδομένα στο ζήτημα της αναγνώρισης παιδιών εκτός γάμου, σε περίπτωση αμφισβήτησης από την πλευρά του πατέρα για την πατρότητα του βρέφους.
Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε γυναίκα η οποία έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι από την 15ετή εκτός γάμου σχέση της με έναν άντρα.
Η σχέση διεκόπη το 1992 όταν γεννήθηκε το παιδί και ο άντρας δεν το αναγνώριζε.
Τo Πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε τη διενέργεια εξέτασης DNA αλλά ο φερόμενος πατέρας δεν ανταποκρίθηκε δύο φορές.
Η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο ο οποίος πέραν της μαρτυρίας φίλης της γυναίκας έκρινε ότι η άρνηση διεξαγωγής της εξέτασης «ισοδυναμεί με αδικαιολόγητη άρνηση, με συνέπεια να λογίζεται ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισμοί της μητέρας, όχι για την πατρότητα, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα των στοιχείων τα οποία καθιστούν, κατά την επιστήμη, πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του».
Όπως επισημαίνουν «αν ένας διάδικος, χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο ως αναγκαίο αποδεικτικό μέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας ή της μητρότητας, οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του λογίζεται ότι έχουν αποδειχθεί».