Γράφει η Χριστίνα Αντωνάτου
Γιατί κ. Φίλη «τα βάλατε» μαζί μας;
Δεν θα ρωτήσω ποιες είναι οι σπουδές σας γύρω από την ιστορία, δεν με αφορά, εν ολίγοις…
Δεν θα ρωτήσω, αν κάποια πράγματα έτσι όπως έγιναν σας αρέσουν ή δεν σας αρέσουν, δικό σας αναφαίρετο δικαίωμα…
Δεν θα ρωτήσω που βρήκατε το χρόνο μέσα στη δύνη των προβλημάτων που ταλανίζουν την εκπαίδευση, να… μιλήσετε για την Γενοκτονία των Ποντίων.
Κάποτε, ως δημοσιογράφος νομίζω, το είχατε ξαναπεί. Το τότε όμως με το τώρα κ. υπουργέ μου, έχει διαφορά. Τώρα είστε θεσμός. Τώρα ό,τι λέτε έχει άλλη βαρύτητα.
κ. Φίλη, χωρίς πολλά και βαρύγδουπα λόγια, δεν θα κάτσω να σας αναλύσω τα ιστορικά γεγονότα, υπάρχουν άλλοι που είναι ειδικοί και μπορούν πάνσοφα με τις γνώσεις τους να το πράξουν.
Εγώ απλά και κατανοητά θα σας διηγηθώ μια ιστορία Ποντιακή, της γιαγιάς μου δηλαδή, μητέρα της μητέρας μου, ονόματι Παναγιώτα Καραογλάνογλου, από την Τραπεζούντα , έτσι όπως μας την διηγόταν με «σπασμένα» ελληνικά τα βράδια σαν παραμύθι, λίγο-λίγο, κάθε φορά που είχε χρόνο, ενώ έβγαζε κι ένα μαντηλάκι από την τσέπη της ποδιάς της για να σκουπίσει τα δακρυσμένα της μάτια.
Mε τη γιαγιά Παναγιώτα από τη “χρυσή πατρίδα” -όπως έλεγε- μεγαλώσαμε, κ. Φίλη και αυτά που σας εξιστορώ είναι ο δικός της ξεριζωμός, είναι η δικιά της μαρτυρία από πρώτο χέρι, έτσι όπως έζησε στο πετσί της, την Ποντιακή Γενοκτονία, αυτή η γυναίκα ηρωϊδα και μάνα.
«… Ακούσαμε φωνές στη γειτονιά και κλάματα… Φύγετε για να σωθείτε, μας έλεγαν, έτσι όπως είσαστε, γιατί έρχονται Τούρκοι και θα μας σφάξουν έναν έναν…
Βγήκαμε στους δρόμους και τρέχαμε πάνω κάτω, χωρίς να ξέρουμε που να πάμε… Τα παιδιά, οι γερόντοι,οι γονείς μας, τ αδέρφια μας, ουρλιάζαμε, ενώ κάποιοι που είχαν κρυψώνες στα σπίτια τους κρυφτήκανε για να σωθούνε…
Κι εκείνη την ώρα ήρθε το μαντάτο. Μέσα στο χωράφι σφάξανε τον πατέρα μου την ώρα που δούλευε… Δεν μας άφησαν να πάμε να τον πάρουμε για να τον θάψουμε. Τα «παιδία του» η μανα μας… δεν τον ξαναείδαμε ποτέ… Η Αγάπη μας, δεν ήταν ούτε δέκα χρονώ… -εννούσε την αδελφή της- και τη σφάξανε μ’ ένα σπαθί μπροστά στα μάτια της μάνας μου…
Με το ένα παιδί στο χέρι και τ΄άλλο αγκαλιά και με δυο ρουχαλάκια τους βγήκαμε έξω… είχα καταλάβει όμως ότι ένα πολύ μεγάλο κακό μας περίμενε… και πριν φύγω, σε μια τρύπα του τζακιού, έκρυψα μια φωτογραφία του Δημητράκη μου –εννοούσε του μεγαλύτερου παιδιού της- κι ένα κολλιέ που μου το είχαν χαρίσει στο γάμο μου… Ήταν το φυλαχτό μου!
Μπήκα ανάμεσα στα γυναικόπαιδα και τους γέρους. Τρέμοντας και κλαίγοντας προχωρούσαμε από δρόμους κι από δάση, ενώ σε πολλά σημεία παραμόνευαν Τούρκοι στρατιώτες που πυροβολούσαν στο ψαχνό. Πολλές γυναίκες από το χωριό μας έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ άλλες που τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω για να βρούνε σωτηρία, τις σφάζανε με τα σπαθιά, όπου τις βρίσκανε…»
Μέσα σ’ αυτό τον αλλαλαγό, το φόβο και την κτηνωδία συνέχιζαν να περπατάνε, σαν πρόβατα για τη σφαγή, κ. υπουργέ, στη κυριολεξία…
Για να μη ακούγονται τα κλάματα του μωρού της, κ. υπουργέ, και προδοθεί η κρυψώνα τους, αυτή η Πόντια μάνα, κλείστηκε για μερόνυχτα σ’ ένα πηγάδι με νερό…
Δεν τα κατάφερε όμως να το σώσει… Της το πήραν τελικά από την αγκαλιά της και το παρατήσανε σ’ ένα δάσος… Ο πατέρας του γύρισε πίσω κρυφά για να ψάξει να το βρει, αλλά ξέρετε τι βρήκε από το βρέφος κ. υπουργέ;… Ένα κουμπάκι από τη ζακέτα του…
Κλαίγοντας ο δυστυχισμένος, το έβαλε στη τσέπη του και γυρνώντας πίσω να βρει τη γιαγιά, τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια των συγχωριανών του… Και τότε σε μια τσέπη του πουκαμίσου του βρήκαν το… κουμπάκι της ζακέτας του παιδιού… και κατάλαβαν ότι ούτε το μωρό υπήρχε.
Οι «μελλοθάνατοι» συνέχιζαν το δρόμο της φρίκης με σπαραξικάρδιες κραυγές κουβαλώντας ο καθένας τη δικιά του άγρια τραγικότητα που δεν είχε ούτε τέλος, ούτε έλεος…
Συνέχιζαν σχεδόν αγκαλιασμένοι σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο ο ένας στον άλλον… Όμως στο ταξίδι, όλο και λιγόστευαν…
Φτάνοντας η γιαγιά μου με όσους είχαν απομείνει στο λιμάνι, της άρπαξαν μέσα από τα χέρια και το Δημητράκη…
Βγήκε στη Σάμο. Χωρίς παιδιά, χωρίς τον άντρα της, χωρίς τους γονείς της, χωρίς τ’ αδέλφια της…
Στη δύσκολη μετέπειτα πορεία της, δημιούργησε νέα οικογένεια ! Παντρεύτηκε τον Σμυρνιό Αντρέα Τζάλα, όπου, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, αυτή η γυναίκα, κ. υπουργέ, βρήκε στο δρόμο του χωριού της νέας της πατρίδας, ένα μωρό να κλαίει πάνω στη πεθαμένη από την πείνα μητέρα του…
Το πήρε με τον άντρα της και το μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί μαζί με τα τέσσερα κορίτσια τους. Ήταν για όλους μας, ο θείος Δημητράκης!
Η γιαγιά πέθανε το 1982. Την ημέρα της κηδείας της –πέθανε ξαφνικά- ο μεγαλύτερος εγγονός της, που είχε κάνει ένα ταξίδι στα «χώματα της αγαπημένης γιαγιάς» έφερνε ένα μεγάλο και συγκλονιστικό νέο… που αναφέρεται και στο βιβλίο που της έχουν αφιερώσει, με τίτλο: “Οι Μικρασιάτες της Γαστούνης”.
Ο μικρός της γιός, που τον άρπαξαν από τα χέρια της λίγο πριν μπει στο πλοίο για την Ελλάδα, ζούσε και μάλιστα, ζούσε στο πατρικό σπίτι των γονιών του, στη Τραπεζούντα, αλλά ήταν Τούρκος!
Σεβασμό λοιπόν στις 353.000 Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβους, νέους και γέρους, που βρίσκονται πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ , να μπορέσει κανείς να θάψει τα κορμιά τους….