Τον κρίσιμο ρόλο της Ελλάδας στον ευρω-αραβικό διάλογο επισήμανε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ανοίγοντας τις εργασίες της 3ης Ευρω-αραβικής Συνόδου, που διεξάγεται στην Αθήνα.
«Η Ελλάδα ήταν πάντα σταυροδρόμι πολιτισμών και γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και τον αραβικό κόσμο» ανέφερε ο Πρωθυπουργός κατά την ομιλία του, σημειώνοντας ότι η διάσκεψη της Αθήνας, πραγματοποιείται σε μια στιγμή καμπής για τις ελληνοαραβικές και ευρωαραβικές σχέσεις.
«Πριν από τρία χρόνια -τέτοιο καιρό – ασφαλώς συζητούσαμε για την ανάγκη να υπάρχει ένας στενότερος διάλογος της Ευρώπης με τις αραβικές χώρες για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων και την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας. Και ασφαλώς, θεωρούσαμε ότι η Ελλάδα – ως μια ευρωπαϊκή χώρα με ισχυρούς ιστορικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τον αραβικό κόσμο – μπορούσε να παίξει κρίσιμο ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια» ανέφερε ο κ. Τσίπρας, για να προσθέσει: «Αλλά, τότε, ούτε είχε ακόμα αναγνωριστεί από το σύνολο των εταίρων μας στην Ευρώπη πόσο σημαντικός θα ήταν ο ευρωαραβικός διάλογος, ούτε είχαν δημιουργηθεί ακόμα οι προϋποθέσεις, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να παίξει αποτελεσματικά αυτόν τον κρίσιμο ρόλο».
Όπως παρατήρησε, το εύρος της προσφυγικής κρίσης, οι προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετωπίζουμε με την συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση στη Λιβύη, η επιδείνωση της κατάστασης στη Δυτική Αφρική και η κλιμάκωση του πολέμου στη Συρία, δείχνουν πόσο κρίσιμος είναι ο ευρωαραβικός διάλογος.
Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε παράλληλα ότι η «διάσκεψη γίνεται σε μια κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία». Σημείωσε συγκεκριμένα ότι «ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να κινηθεί στο 2,1% για φέτος και 2,5% για το 2019, με τις εξαγωγές και τις επενδύσεις να κυμαίνονται στο 7% και 13% αντίστοιχα για το 2018», ενώ – όπως συμπλήρωσε – «ο τουριστικός τομέας παρουσιάζει μεγάλη άνθηση με 35 εκατ. επισκέπτες το 2018». Παράλληλα, συνέχισε, «η ανεργία έχει μειωθεί στο 19% έναντι του 27%» με τον τουρισμό, τις κατασκευές και τις μεταφορές να είναι βασικές πηγές αύξησης της απασχόλησης, η οποία κατά 70% αφορά σε θέσεις πλήρους απασχόλησης.