Για το ζήτημα της «εθνικής ευθύνης» και την ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής στα ελληνοτουρκικά γράφει ο Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του, υπό τον τίτλο: «Εθνική Ευθύνη», στην ιστοσελίδα news247, σημειώνοντας ότι «η εξωτερική πολιτική της χώρας είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από τις ίντριγκες και τις ισορροπίες στο εσωκομματικό παιχνίδι της ΝΔ».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μιλά για πολιτική «ομηρεία» του πρωθυπουργού από τον Αντώνη Σαμαρά, και θέτει το ερώτημα αν «θα πράξει το εθνικά επωφελές ή το κομματικά αναγκαίο». Ο κ. Τσίπρας λέει πως ο ίδιος ως πρωθυπουργός επέλεξε συνειδητά το εθνικά επωφελές το 2015 και το 2018 (Συμφωνία των Πρεσπών), για να τονίσει πως ο κ. Μητσοτάκης «οφείλει και αυτός, έστω τώρα, να πράξει το ίδιο. Διαφορετικά δεν θα είναι υπόλογος στον κύριο Σαμαρά αλλά απέναντι στην Ιστορία».
Ειδικότερα, ο κ. Τσίπρας αναφέρει πως όταν τον Ιανουάριο του ’18 μετά το Νταβός και τη συνάντησή του με τον Ζόραν Ζάεφ ενημέρωσε τους πολιτικούς αρχηγούς, ο κ. Μητσοτάκης «είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του» και «δεν επρόκειτο να δώσει καμία στήριξη στην προσπάθεια επίλυσης». «Η συζήτηση όμως, αν και διήρκησε λίγο, ήταν μεστή και ειλικρινής. Σε κάποια στιγμή, θυμάμαι, με ρώτησε αν με δεδομένη την άρνησή του να συναινέσει στην προσπάθεια εξεύρεσης έντιμης λύσης με τους βόρειους γείτονες, θα προχωρούσα. Του απάντησα δείχνοντας προς το Πρωθυπουργικό γραφείο αριστερά μας, πως όποιος κάθεται σε αυτήν τη καρέκλα οφείλει να κάνει αυτό που θεωρεί εθνικά επωφελές και όχι αυτό που ορίζει το δικό του πολιτικό και κομματικό συμφέρον», γράφει ο κ. Τσίπρας.
Αναφέρει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών επικυρώθηκε «παρά την απίστευτη πίεση συλλαλητηρίων, αλλά και επιθέσεων και απειλών και παρά το γεγονός ότι αποχώρησε από τον κυβερνητικό συνασπισμό το μικρότερο συγκυβερνών κόμμα». Σημειώνει ότι πρωταγωνιστής των αντιδράσεων απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ο κ. Σαμαράς που «είδε την επανάληψη της ιστορίας όχι ως φάρσα, αλλά ως ευκαιρία να επανακάμψει» και πως ο κ. Μητσοτάκης «απλά επέλεξε για προφανείς λόγους κομματικού συμφέροντος να υιοθετήσει την ακραία ρητορική του». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι «ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να εκμεταλλευτεί το πολιτικό κόστος της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του κ. Σαμαρά στις πορείες με τις περικεφαλαίες, για να εκλεγεί Πρωθυπουργός».
Όμως, υπογραμμίζει, «σήμερα καλείται να διαχειριστεί τις αντιφάσεις ανάμεσα στην ανεύθυνη στάση του όταν ήταν στην αντιπολίτευση και στην ανάγκη να υπηρετήσει το συμφέρον της χώρας» και «η προσχώρησή του στις ακραίες και πατριδοκάπηλες θέσεις του κ. Σαμαρά χθες, τον καθιστούν πρωθυπουργό υπό την ομηρεία του σήμερα».
Αναφέρει ότι ο πρωθυπουργός ενώ τώρα τιμά τη Συμφωνία, παίζει καθυστερήσεις και αποφεύγει την ψήφιση στη Βουλή των τριών μνημονίων συνεργασίας, με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζει ο κ. Τσίπρας, να εκτίθεται η χώρα διεθνώς και να υπονομεύονται τα εθνικά συμφέροντα «αφού και τα τρία μνημόνια είναι επ’ ωφελεία μας». Κυρίως όμως, υπογραμμίζει, «οι θέσεις αυτές τον οδηγούν σε ένα θαμπό στίγμα σε σχέση με τις προθέσεις της κυβέρνησής του, στον κρίσιμο διάλογο με την Τουρκία, σε μια εποχή επικίνδυνης κλιμάκωσης των τουρκικών προκλήσεων».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρει ότι η συνέντευξη του κ. Σαμαρά στην «Καθημερινή» «δεν ήταν μόνο μια πρόκληση για τον κ. Μητσοτάκη, αλλά μια πρόκληση για τη χώρα», καθώς «ο κ. Σαμαράς αμφισβητεί την πάγια εθνική θέση για διεξαγωγή διερευνητικών και προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Προσθέτει ότι η «διαρκής κακοφωνία από την πλευρά της κυβέρνησης δεν είναι κάτι που περνά απαρατήρητο, ούτε από την απέναντι πλευρά ούτε από τον διεθνή παράγοντα». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι «η χώρα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή δείχνει να προσέρχεται σε αυτές τις σημαντικές συνομιλίες δίχως να δηλώνει σαφώς, αλλά και δίχως να ξέρει τι επιδιώκει. Χωρίς πυξίδα, χωρίς στρατηγική, χωρίς σαφείς κόκκινες γραμμές».
Ο Αλέξης Τσίπρας σημειώνει ότι «σήμερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να χαραχτεί η εθνική στρατηγική που έλειπε το 2020, τόσο για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, όσο και για τις διερευνητικές για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με στόχο μια έντιμη συμφωνία στη βάση του διεθνούς δικαίου, διμερώς ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με σαφείς κόκκινες γραμμές». «Μια εθνική στρατηγική που -σε συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία- είναι αναγκαίο να υπάρξει και για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ και του πλαισίου Γκουτέρες», τονίζει.
Υπογραμμίζει ότι αν ο κ. Μητσοτάκης «συνεχίζει να μη σπεύδει να αποσαφηνίσει τη θέση της Κυβέρνησής του, φοβούμενος ενδεχομένως το εσωκομματικό κόστος», ο κίνδυνος είναι διπλός: «Είτε να οδηγήσει τη χώρα σε έναν διάλογο με την πλάτη στον τοίχο, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστούμε σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, είτε να αναλάβουμε στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης την ευθύνη για το ενδεχόμενο ναυάγιο των συνομιλιών».