Γράφει ο Σταύρος Τασιόπουλος – Νομικός Σύμβουλος, LLM International & European Energy Law
Η διεθνής διαμόρφωση
Παρακολουθούμε ύστερα από τα τέλη του 2ου Lockdown την άνοιξη του 2021 μία σταθερή αύξηση τιμών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, πριν ακόμη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, γεγονός που συναρτάται για την Ευρώπη και με την εσωτερική της αγορά καθώς και συνολικά με τις σχέσεις της με τρίτες χώρες προμηθευτές.
Παρατηρούμε δηλαδή ότι ύστερα από τα lockdown και την πτώση της ζήτησης, παράλληλα με την εξοικονόμηση πόρων, οδηγείται πλέον η οικονομία στο δυτικό κόσμο σε μία νέα ταυτόχρονη αυξητική τάση και στις τιμές του πληθωρισμού και της ζήτησης καθώς και της συνολικής αναπτυξιακής απαίτησης, έπειτα από την υποχώρηση δύο και πλέον ετών.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η οικονομία επιζητά την ανάκαμψη, αλλά οι πληθωριστικές τάσεις και το ενεργειακό κόστος κινούνται παράλληλα με αποτέλεσμα να ενσωματώνονται στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Μπορεί άραγε αυτό να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν υφίσταται πραγματική αδυναμία στην κατανάλωση;
Σαφώς και όχι, αλλά το ζήτημα είναι τι μέγεθος πόρων θα έχουν αφαιρεθεί από την πραγματική οικονομία και τους καταναλωτές μέχρι να αντισταθμιστεί η συνεχής αυξητική τάση των τιμών ως την υποχώρηση ή την ουσιαστική ενσωμάτωση του ενεργειακού κόστους.
Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου είναι σαφές ότι οι τιμές της ενέργειας δεν αναμένεται να υποχωρήσουν έπειτα και από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ το ποσοστό του πληθωρισμού σε Ευρώπη και ΗΠΑ θα αγγίξει ιστορικά ρεκόρ.
Ενώ η Δύση βρισκόταν στη μεγάλη συζήτηση για την Κλιματική Αλλαγή και το ρόλο των ορυκτών καυσίμων, έθετε στόχους για μείωσή τους σε μεγάλο βαθμό αλλά η ενεργειακή μετάβαση προϋποθέτει χαμηλό κόστος ενέργειας που θα την χρηματοδοτήσει ενώ ακόμη οι ΑΠΕ δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες αλλά και η πυρηνική ενέργεια υπόκειται κι αυτή σε περιορισμούς.
Αυτό σημαίνει ότι αυτή την περίοδο της μετά Covid προσαρμογής η ανάπτυξη χρειάζεται χαμηλές τιμές ενέργειας και είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην οποιαδήποτε κρίση, και ειδικά στα ζητήματα παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και οι επακόλουθες κυρώσεις στην Ρωσία θα κάνουν την Ευρώπη να πονέσει ενεργειακά και οικονομικά.
Πότε θα υποχωρήσουν οι τιμές δεν μπορεί να προβλεφθεί, αυτό όμως που μπορεί να γίνει σαφές είναι το μείγμα των επιπτώσεων και η διάρκεια αυτών, γεγονός που δείχνει ότι το 2022 είναι ένα έτος ιστορικού πληθωρισμού και παράλληλα τεράστιου ενεργειακού κόστους που θα δοκιμάσει τις αντοχές και των κρατών και των ατομικών εισοδημάτων.
Η ευρωπαϊκή στόχευση πράσινης ενέργειας
Την ίδια ώρα η συνολική θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την ενέργεια έρχεται σε μεγάλη κρίση στόχων και μέσων επίτευξης, διότι παραμένει η νομικά δεσμευτική ανάγκη των στόχων για το 2030 όπου ορίζεται ότι το 30% της ενέργειας θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές και παράλληλα θα υπάρχει μείωση 30% στην κατανάλωση ενέργειας, δηλαδή την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης.
Το άρθρο 194 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, είναι σαφές και οι απορρέουσες οδηγίες και κανονισμοί όπως η Οδηγία 2012/27/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση και η Οδηγία για τις ΑΠΕ 2018/2001/ΕΕ, σε συνδυασμό με τις συνολικές αποφάσεις για το Κλίμα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου πριν την κρίση του Covid, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ήταν η κυρίαρχη ατζέντα.
Σήμερα οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης με την μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν υψηλοί αλλά η μείωση των ορυκτών καυσίμων και η αύξηση των ανανεώσιμων στον κύκλο ενέργειας είναι ένα μακροχρόνιο ζήτημα που βασίζεται εν πολλοίς σε χαμηλές τιμές ενέργειας. Δηλαδή η συνολική στρατηγική είναι εξαιρετικά ευάλωτη μπροστά σε αυξητικές τιμές στην προμήθεια ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργειακού κύκλου.
Αυτό σημαίνει ότι η ενέργεια και το κόστος αυτής που επηρεάζει συνολικά την παραγωγή ηλεκτρισμού και την υπόλοιπη οικονομία ναι μεν θα πρέπει να απεξαρτηθεί σταδιακά από τα ορυκτά προς όφελος του πλανήτη και της κοινωνίας, αλλά η πορεία αυτή δεν είναι ούτε απλή ούτε και γρήγορη.
Οι παράμετροι αυτές είναι κάτι παραπάνω από γνωστές στις διεθνείς σχέσεις και καθορίζουν πλήρως την διαδικασία παροχής πηγών ενέργειας, γεγονός που στην περίοδο που διανύουμε είναι απόλυτα εμφανές για τους πολίτες όσο και για τις κυβερνήσεις.
Στην κατάσταση αυτή η αντίδραση της ΕΕ, είναι η βελτίωση των όρων εισαγωγής ενέργειας από τρίτες χώρες, όμως αυτό εξαρτάται πάντα από την στάση των χωρών-μελών του ΟΠΕΚ, καθώς και από τη στάση των ΗΠΑ όπου κι αυτές αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα που επηρεάζουν την τελική εισροή πηγών ενέργειας στην ΕΕ αυξάνοντας το ενεργειακό κόστος.
Επίσης η εξοικονόμηση ενέργειας, η ενεργειακή απόδοση κτιρίων, κατασκευών και συνολικά των κοινωνικών δομών είναι μία υπαρκτή λύση, αλλά και αυτή δεν μπορεί να αντισταθμίσει το άμεσο πρόβλημα αύξησης του ενεργειακού κόστους, καθότι έχει μακρόχρονη προοπτική απόδοσης και είναι ευάλωτη στις μεσοπρόθεσμες ανάγκες.
Βλέπουμε δηλαδή ότι η λύση για την Ευρώπη δεν είναι απλή και ότι προ του προβλήματος στην Ουκρανία ήδη υπήρχε ένας ιστορικό για τα δεδομένα της Ευρωζώνης πληθωρισμός που πλέον τροφοδοτείται από το υψηλό κόστος ενέργειας δημιουργώντας πλέον ένα μοτίβο όπου το συνολικό κόστος διαβίωσης αναμένεται υψηλότατο καθώς οι αυξήσεις από 200% ως και 1000% στην ενέργεια θα περάσουν συνολικά σε κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής.
Σε αυτή την κατάσταση που διαμορφώνεται καθημερινά, η όσο το δυνατό πιο άμεση ανταπόκριση μπορεί μόνον να μετριάσει και όχι να αποφύγει τις γενικές ζημίες που επέρχονται και στην απώλεια εισοδημάτων, ενώ ο βαθμός της ανταπόκρισης κρίνει το που θα φθάσει το κόστος σε κάθε χώρα.
Η Ευρώπη θα πονέσει οικονομικά, αλλά έχει τις δυνατότητες να δώσει τις λύσεις και σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο γιατί διαθέτει αναπτυξιακές δομές, εργαλεία και χρηματοδότηση αλλά και σημαντικό ειδικό βάρος στις διεθνείς σχέσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται στρατηγική εξισορρόπησης μεταξύ της δεδομένης ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, της οικοδόμησης νέων τρόπων παραγωγής ενέργειας με την αύξηση των ΑΠΕ και ενδεχομένως και της πυρηνικής και παράλληλα της κάλυψης στο ενδιάμεσο από τρίτες πηγές.
Η περίπτωση της ακρίβειας στην Ελλάδα
Σε ένα προφανώς διεθνές και ευρωπαϊκό πρόβλημα ενέργειας όπως εξελίσσεται για το 2022, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 26 ετών, που σε συνάρτηση με την υψηλή τιμή της εισαγωγής ενεργειακών πηγών θα έχει μεγάλη αρνητική επίπτωση, που ακόμα και τα προβλεπόμενα κέρδη από τον τουρισμό δύσκολα θα μπορέσουν να ανακόψουν.
Η Ελλάδα θα βρεθεί στην πιο δύσκολη κατάσταση ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης καθότι η ακρίβεια αναμένεται να προχωρήσει με άλματα καθώς το ενεργειακό πρόβλημα έπειτα από τον πόλεμο στην Ουκρανία ακόμα και αν αυτός τελειώσει εντός του α’ εξαμήνου του 2022, έχει ήδη αφήσει πληγές που μεταφέρουν την επούλωση στο επόμενο έτος.
Διότι στη χώρα μας, την ίδια ώρα που υπάρχει σημαντικός ρυθμός ανάπτυξης, υφίσταται ταυτόχρονα ένας ισχυρός πληθωρισμός τιμών που επιφέρει κάθε μήνα ακόμη μεγαλύτερη μείωση των εισοδημάτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την ανισότητα όπου η χώρα μας ήταν στην πρώτη θέση στην ΕΕ πριν την ενεργειακή κρίση που βιώνουμε.
Για αυτό προκύπτει το εξαιρετικά παράδοξο γεγονός αύξησης του όγκου των καταθέσεων περίπου 20δις, έπειτα από τα lockdown και τα μέτρα στήριξης ενώ οι καταθέσεις αφορούν κυρίως μικρά ποσά και οι καταθέτες με άνω των 50.000 ευρώ αποτελούν μόλις το 2% των καταθετών έχοντας περίπου το 55% του συνολικού όγκου.
Πρακτικά δηλαδή οι πολίτες έχουν ισχυρή μείωση των διαθέσιμων χρημάτων, ενώ το μερίδιο της ανάπτυξης συγκεντρώνεται σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε ελάχιστους καταθέτες, την ώρα που έχει μειωθεί το ποσοστό ανεργίας αλλά έχει αυξηθεί το κόστος ζωής, οδηγώντας σε μία αυξανόμενη ανισότητα που μειώνει την αναπτυξιακή προοπτική.
Η αύξηση στις τιμές ενέργειας θα επιτείνει αυτή την κατάσταση ενώ η αύξηση του κατώτατου μισθού την 1η Μαΐου, ναι μεν αποτελεί μία μετρήσιμη ενίσχυση αλλά αν δεν μεταφερθεί συνολικά σε ανάλογη αύξηση όλων των μισθοδοτούμενων κινδυνεύει να εξανεμηθεί από τις πληθωριστικές τάσεις καθώς και ενδεχόμενη μετακύληση του μισθολογικού κόστους στην τελική τιμή των υπηρεσιών και προϊόντων.
Τα μέτρα στήριξης που αναμένονται σε οικονομικό επίπεδο μπορούν να αποτελέσουν ανάχωμα μόνον σε συνδυασμό με θεσμική αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας, αλλά και της στοχευμένης μείωσης φορολογίας με στόχο την διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα.
Την ώρα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο πληθωρισμό και την τεράστια ενεργειακή αύξηση η ακρίβεια θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη για όλο το 2022 και ο όποιος προγραμματισμός οφείλει να είναι με στόχο την διαρκή αντιμετώπιση των επιπτώσεων.
Η διαδικασία είναι δύσκολη και δεν χωράει εύκολες λύσεις, γεγονός που θα βιώσουμε όλοι, ενώ η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη μέχρι να εξαγγελθούν τα μέτρα ενίσχυσης από τη συνολική πολιτικής της ΕΕ για το ενεργειακό κόστος και την εισαγωγή ορυκτών, καθώς και την εξέλιξη των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης από τον Covid.
Στην Ελλάδα η τελική τιμή της βενζίνης, του φυσικου αερίου και της τελικής τιμής των αγαθών συναρτάται και με την υψηλή φορολόγηση και το ΦΠΑ, που μία στοχευμένη μείωση βρίσκεται ήδη στα αιτήματα των οικονομικών και κοινωνικών φορέων.
Συνολικά η διαρκής μελέτη των σοβαρών κέντρων αξιολόγησης και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των ΗΠΑ μας δίνει τα δεδομένα για να μπορούμε να ερμηνεύουμε την κατάσταση και να προσπαθούμε να ανταπεξέλθουμε, όμως τα τελικά επίπεδα πολιτικής αφορούν την κάθε χώρα ξεχωριστά.
Οι λύσεις είναι δύσκολες και απαιτούν μεθοδικότητα και βούληση, αλλά όμως μπορούν να υπάρξουν και να έχουν θετικό αποτέλεσμα, όμως όπως έχει πει και ο Κένεντυ “κάθε κατόρθωμα αρχίζει από την απόφαση να προσπαθήσεις”.