Οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί πριν την επίσκεψη του Κινέζου Πρωθυπουργού επιβεβαιώθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, με τη διπλή συμφωνία διακρατικής συνεργασίας στον τομέα των επενδύσεων, καθώς και με την προώθηση έντεκα επιχειρηματικών συμφωνιών συνεργασίας στους κλάδους της ναυτιλίας, του εμπορίου και του τουρισμού.
Πέντε χιλιετίες πολιτισμικής παράδοσης συνδέουν άρρηκτα την Ελλάδα και την Κίνα. Οι οικουμενικές αξίες της συνεργασίας, της εμπιστοσύνης, της ειλικρίνειας, της σοφίας, της εργατικότητας και της ανάπτυξης συνιστούν κοινό τόπο και για τους δύο λαούς και διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για τη μακροημέρευση της προσέγγισης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Το πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου ευνόησε την ανάπτυξη μίας στενότερης σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Κίνας, ενώ ο Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά (ΣΕΠ) στον τομέα των επενδύσεων αποτέλεσε το εφαλτήριο ενίσχυσης και επέκτασης της συνεργασίας των δύο χωρών και σε άλλους τομείς πέραν της ναυτιλίας, όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός και το real estate.
Το ζητούμενο από την ΕΣΕΕ είναι η συνεργασία μεταξύ των κινεζικών και ελληνικών επιχειρήσεων να διέπεται από αμοιβαίο σεβασμό, έτσι ώστε να διαψευστούν όλοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο «Κινέζικος Δράκος» θα κατακτήσει την ελληνική αγορά, διεισδύοντας όλο και περισσότερο στις εγχώριες εμπορικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα του λιανεμπορίου. Το κράτος οφείλει να διευκολύνει, στο μέτρο του δυνατού, τις κινεζικές επενδύσεις και να δώσει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις των δύο πλευρών να δημιουργήσουν ισχυρές και μόνιμες επιχειρηματικές σχέσεις χωρίς σύγκρουση συμφερόντων, βασισμένες στην ειλικρίνεια και στην εμπιστοσύνη. Υπό αυτήν την έννοια, οι Κινέζοι επενδυτές θα πρέπει να συνεργαστούν με τις ελληνικές επιχειρήσεις και όχι να τις παρακάμψουν.
Ωστόσο, από την οπτική του εμπορικού ισοζυγίου, παρατηρείται ένα χάσμα μεταξύ εισαγωγών – εξαγωγών από και προς την Κίνα. Την τελευταία 5ετία, μόνο οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 8% περίπου, ενώ οι εξαγωγές μόνο 3,5%, ενώ αριθμητικά οι εισαγωγές του 2009 κυμάνθηκαν στα 2,17 δισ. ευρώ ενώ οι εξαγωγές μόνο στα 93 εκατ. ευρώ. Την 5ετία 2004 – 2009 το σύνολο των εισαγωγών ξεπέρασε τα 11 δισ. ευρώ, ενώ, αντιθέτως, οι εξαγωγές δεν ξεπέρασαν τα 500 εκατ. ευρώ.
Την ανάγκη που έχει η χώρα μας για επενδύσεις θα πρέπει να την διαχειριστούμε όλοι με αξιοπρέπεια και ιδιαίτερη προσοχή, σχηματίζοντας το κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθούν οι ελληνικές Μμε επιχειρήσεις και όχι να αφανιστούν από την ισχυρή παρουσία των επενδυτών.
Το «άνοιγμα» όλο και περισσότερων εμπορικών επιχειρήσεων ασιατικών συμφερόντων, που χαρακτηρίζει τα κέντρα των μεγάλων ελληνικών πόλεων, έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην εμπορική δραστηριότητα της εγχώριας αγοράς. Επομένως, ο συγκεκριμένος δρόμος οικονομικής διείσδυσης των Κινέζων στην ελληνική αγορά είναι ήδη γνωστός, όπως και τα αποτελέσματά του για την ελληνική οικονομία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, το 70% των προϊόντων «μαϊμού», με προορισμό την Ελλάδα, έχουν χώρα προέλευσης την Κίνα και ενδιάμεσο σταθμό την Ιταλία. Από τα 20 δισ. ευρώ του παρεμπορίου σχεδόν το 50%, δηλαδή τα 9 δισ. ευρώ, υπολογίζεται ότι προέρχεται από τα συγκεκριμένα προϊόντα, ενώ το υπόλοιπο 50% διακινείται από την «China Town» γύρω από την Ομόνοια.
Δεν θα πρέπει λοιπόν να δώσουμε «γη και ύδωρ» και να επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε δραστηριότητα κινείται στα όρια της νομιμότητας να παρουσιάζεται ως επένδυση, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.
Οι επενδύσεις που θα ζητηθούν σε αυτήν τη φάση από την Ελλάδα θα πρέπει να περιλαμβάνουν νέους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, στην βάση των υψηλών προδιαγραφών των προϊόντων, της υψηλής τεχνολογίας, του τηλεπικοινωνιακού υλικού, των οπτικών ινών, της αυτοκινητοβιομηχανίας κ.λπ.
Η Κίνα είναι η πρώτη ναυπηγική δύναμη στον κόσμο και η Ελλάδα με 3.150 πλοία η πρώτη ναυτιλιακή δύναμη, γι’ αυτό άλλωστε, σε αυτόν τον τομέα, αντιμετωπίζεται ως «ίσος προς ίσο». Η ΕΣΕΕ θεωρεί ότι το ελληνικό εμπόριο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον αντίστοιχο τρόπο.
Όπως οι Έλληνες εφοπλιστές εξασφάλισαν κεφάλαια 5 δισ. δολαρίων από την Κίνα, μέσω ειδικού αναπτυξιακού ταμείου, για την ναυπήγηση 325 ελληνικών πλοίων στα κινέζι
κα ναυπηγεία, έτσι και το ελληνικό εμπόριο πρέπει κατ’ αντιστοιχία να αξιοποιήσει την αχανή κινεζική αγορά, αλλά και την τεράστια και διαρκώς διευρυνόμενη ζήτησή της.
Η ανάπτυξη του ΣΕΜΠΟ έχει στόχο να ξεπεράσει σύντομα τα 800.000 TEU με την ολοκλήρωση της επένδυσης ύψους 500 εκατ. ευρώ και μετά την κατασκευή της τρίτης προβλήτας να φτάσει τα 3,7 εκατ. TEU.
Οι κατασκευαστικές λιμενικές επενδύσεις στον Πειραιά με στόχο την διαχείριση 3,7 εκατ. containers, σημαίνουν μεγαλύτερη εμπορική κίνηση, περισσότερες αφίξεις πλοίων, αύξηση των οδικών μεταφορών και ουσιαστικά τον τριπλασιασμό της διαμετακομιστικής και ναυτιλιακής δραστηριότητας της χώρας μας.
Αποτέλεσμα των παραπάνω θα είναι να μετατραπεί το λιμάνι του Πειραιά στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου και στην κύρια πύλη εισόδου για την Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Το ελληνικό εμπόριο προσδοκά από τις κινεζικές επιχειρήσεις φιλικές συναλλαγές, εμβάθυνση της εταιρικής σχέσης και ισότιμη συνεργασία, αφού τα έως τώρα μηνύματα είναι μικτά και οι θετικές προσδοκίες αναμιγνύονται με ανησυχίες για σύγκρουση συμφερόντων.
Ας ελπίσουμε, ότι η Κίνα δεν θα μας αντιμετωπίσει ως πεδίο αποκλειστικής προώθησης των οικονομικών της συμφερόντων, αλλά ότι θα αναδειχθεί σε σημαντικό επενδυτικό εταίρο, θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα και θα ενισχύσει ουσιαστικά την προσπάθεια της Ελλάδας, ώστε να βγει από την σκιά του δημοσιονομικού της χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, η επέκταση της συνεργασίας με την Κίνα μπορεί και πρέπει να συμβάλει, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει μια κεντρική θέση στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στην περιοχή.