Για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, επέβαλε μια σειρά μέτρων περιορισμού της δραστηριότητας σε πολλούς τομείς της οικονομίας (lockdown ή καραντίνα όπως αποκαλείται κοινώς), μεταξύ άλλων στην εστίαση, τα ξενοδοχεία, τις μεταφορές, το λιανικό εμπόριο, τις πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες και την εκπαίδευση.
Η ΤτΕ επιχείρησε να εκτιμήσει το οικονομικό κόστος, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, της αναστολής δραστηριότητας ή της υποδραστηριότητας στους επιμέρους τομείς της οικονομίας τόσο κατά την περίοδο της καραντίνας όσο και κατά την περίοδο επαναφοράς στην κανονικότητα.
Δεν συνυπολογίζονται στους υπολογισμους της οι θετικές επιδράσεις που αναμένεται να έχουν τα μέτρα στήριξης.
Το οικονομικό κόστος των περιοριστικών μέτρων, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, για το σύνολο της οικονομίας εκτιμάται σε 7,7% το 2020.
Οι μεγαλύτερες απώλειες συγκεντρώνονται πρωτίστως σε κλάδους των υπηρεσιών και συγκεκριμένα στον κλάδο καταλυμάτων και υπηρεσιών εστίασης, καθώς επίσης και στους κλάδους χονδρικού και λιανικού εμπορίου, μεταφορών-αποθήκευσης και τεχνών και διασκέδασης.
Συγκεκριμένα, οι απώλειες της ΑΠΑ του τουριστικού κλάδου εκτιμώνται σε 3,9% και των λοιπών υπηρεσιών σε 3,2% για το σύνολο του έτους.
Αυτό συμβαίνει διότι οι κλάδοι των υπηρεσιών όχι μόνο έχουν υψηλότερο μερίδιο στη συνολική ΑΠΑ, αλλά και υπέστησαν εντονότερους διοικητικούς περιορισμούς στη διάρκεια και των δύο περιόδων. Μικρότερες είναι οι επιπτώσεις στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας, του οποίου οι κλάδοι δεν υπέστησαν διοικητικούς περιορισμούς.
Ωστόσο, η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και των μεταφορών, οι δυσχέρειες στις εισαγωγικές και εξαγωγικές διαδικασίες και βέβαια ο περιορισμός ή/και η αναβολή της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα επηρέασαν τη μεταποίηση5 και ιδιαίτερα κλάδους που είναι περισσότερο ενσωματωμένοι στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. 6 Σε μικρότερο βαθμό φαίνεται ότι επηρεάζεται ο κλάδος των τροφίμων. Αντιθέτως, υπερδραστηριότητα υποθέτουμε για τον κλάδο παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων.
Σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα της άσκησης της ΤτΕ υπόκεινται σε αβεβαιότητες. Συγκεκριμένα:
• Οι συντελεστές υποδραστηριότητας για καθέναν από τους 64 κλάδους της οικονομίας δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν με ακρίβεια, λόγω της δυσκολίας πρόβλεψης της ανταπόκρισης του κάθε κλάδου στις πρωτόγνωρες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν.
• Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την υποδραστηριότητα των τομέων της οικονομίας στη διάρκεια της καραντίνας και της περιόδου επαναφοράς δεν αναμένεται σε βάθος χρόνου να επηρεάσουν κατά τον ίδιο τρόπο όλες τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, 7 το 87% των επιχειρήσεων σε αναστολή λειτουργίας είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 εργαζόμενοι) που δεν μπορούν εύκολα να απορροφούν διαταραχές ρευστότητας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος επιβίωσής τους και ανόδου του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
• Η σημαντικότερη αβεβαιότητα προέρχεται από την τουριστική δραστηριότητα. Στην περίπτωση που οι αεροπορικές μεταφορές και η εξωτερική ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών αποκατασταθούν σε βαθμό χαμηλότερο από τον αναμενόμενο ή προκύψουν δυσμενείς εξελίξεις σε σχέση με την πανδημία παγκοσμίως, τότε οι συνδεδεμένοι κλάδοι της εστίασης και των καταλυμάτων αναμένεται να επηρεαστούν ακόμη εντονότερα.
Υπάρχουν, ωστόσο, και εξελίξεις που μπορεί να επενεργήσουν θετικά, σημειώνει η ΤτΕ.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα βελτίωσε την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και την ανέδειξε ως ασφαλή τουριστικό προορισμό, δημιουργώντας ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Επιπλέον, οι συνθήκες που επικράτησαν στη διάρκεια της καραντίνας εκτιμάται ότι οδήγησαν σε επιτάχυνση της ψηφιακής προσαρμογής τόσο στο Δημόσιο, όσο και σε τομείς του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη σε όρους αύξησης της παραγωγικότητας μεσοπρόθεσμα.
Τέλος, ενδέχεται κάποιοι κλάδοι, περισσότερο στα αγαθά παρά στις υπηρεσίες, να παρουσιάσουν αυξημένη δραστηριότητα στο χρονικό διάστημα μετά την περίοδο επαναφοράς προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη ζήτηση που δεν ικανοποιήθηκε στη διάρκεια της καραντίνας.