Η κατάσταση στην Αμερική δεν είναι καινούργια. Από το 2014 παρακολουθούμε σκηνές όπου άοπλοι Αφροαμερικανοί σκοτώνονται από την αστυνομία.
του James Nolan
Το πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η αστυνομία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως στρατιωτική δύναμη δηλαδή διατήρησης της τάξης. Σαν να ήταν η αστυνόμευση ένα παιχνίδι, ένα αθλητικό γεγονός, με λογική και κανόνες: οι αστυνομικοί μπαίνουν σε ένα αυτοκίνητο, πηγαίνουν στις συνοικίες και βάζουν χειροπέδες στους κακούς. Στον κόσμο αυτό, υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί.
Ιστορικά, οι πολιτικές ελίτ χρησιμοποιούσαν πάντα την αστυνομία ως μέσο για τη διατήρηση του στάτους κβο. Ακόμη και επί Κλίντον και Ομπάμα, συνέχισαν να ενισχύουν την αστυνομική παρουσία στις συνοικίες. Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί παραμένουν πεισμένοι ότι η πρωταρχική αποστολή της αστυνομίας είναι να συλλαμβάνει όσους παραβιάζουν τον νόμο. Η σημερινή νομοθεσία όμως, που στηρίζεται στην τιμωρία των μικρών αδικημάτων για να αποτρέπονται τα σοβαρά εγκλήματα, ενισχύει μια κουλτούρα όπου όλοι είναι δυνάμει ύποπτοι. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στις συνοικίες με μειονότητες, όπου κάθε μαύρος είναι δυνάμει εγκληματίας.
Αν οι αστυνομικοί έπαιζαν ένα άλλο παιχνίδι, δεν θα ήταν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Γι’αυτούς, όμως, η πραγματική τους αποστολή είναι ο πόλεμος. Επικεντρώνονται αποκλειστικά στη μάχη και επαινούνται για τις ηρωικές τους πράξεις στο πεδίο των μαχών. Το δόγμα της αστυνομίας είναι ότι όσο περισσότεροι εγκληματίες συλλαμβάνονται, τόσο ασφαλέστερη είναι μια περιοχή. Δεν τους ενδιαφέρει να αυξηθεί η εμπιστοσύνη προς την αστυνομία ή να ενισχυθούν οι δεσμοί στους κόλπους μιας κοινότητας. Και το παράδοξο είναι ότι όσο περισσότερες είναι οι συλλήψεις, τόσο λιγότερο ασφαλής είναι μια περιοχή, αφού κλονίζεται η εμπιστοσύνη και η σχέση με την αστυνομία…
Όταν υπάρχουν καταγγελίες εναντίον αστυνομικών, η αίσθηση είναι ότι οι έρευνες γίνονται με αντικειμενικό τρόπο. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι αστυνομικοί βγαίνουν αλώβητοι. Ο δολοφόνος του Τζορτζ Φλόιντ ήταν επιθετικός, αλλά γι’αυτό ακριβώς τον θεωρούσαν καλό αστυνομικό. Οι αστυνομικοί εκπαιδεύονται για να χρησιμοποιούν ωμή βία και να μην υποχωρούν ποτέ. Η αποπομπή των δολοφόνων του Φλόιντ από το σώμα δεν θα εμποδίσει λοιπόν την επανάληψη τέτοιων γεγονότων. Ακόμη κι αν καταδικάζονταν σε θάνατο, η βία θα συνεχιζόταν, γιατί θεωρείται απαραίτητη, όπως στον πόλεμο.
Ο ρατσισμός αποτελεί ταυτοχρόνως αιτία και συνέπεια της κοινωνικής δομής. Οι περισσότεροι αστυνομικοί έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή σε μια κοινωνία όπου η αστυνομία στρέφεται κυρίως κατά των μαύρων. Αυτό δημιουργεί προκαταλήψεις και τις ενισχύει. Το βλέπουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι αστυνομικοί λένε: «Είχαμε δίκιο. Οι διαδηλωτές δεν διαμαρτύρονται για τον Φλόιντ, αλλά για να βρουν ευκαιρία να λεηλατήσουν καταστήματα».
Οι αστυνομικοί θα μπορούσαν βέβαια να εκπαιδευτούν καλύτερα, να μάθουν να μη μισούν τους έγχρωμους. Αλλά αυτό δεν θα άλλαζε πολλά. Θα ήταν σαν να εκπαιδεύονταν καλύτερα οι παίκτες στο ράγκμπι, ώστε να μειωθούν οι τραυματισμοί. Η βία όμως είναι στη φύση του παιχνιδιού. Όσο δεν εγκαταλείπεται η ιδέα ότι η δουλειά της αστυνομίας είναι η διατήρηση της τάξης με καταστολή, δεν θα αλλάξει τίποτα.
Ούτε η πρόσληψη περισσοτέρων αστυνομικών από τις μειονότητες θα αλλάξει κάτι. Γιατί όταν γίνεσαι αστυνομικός, γίνεσαι ένας από αυτούς, μοιράζεσαι τη νοοτροπία τους. Παίζεις το ίδιο παιχνίδι για να κάνεις καριέρα. Τα πέντε τελευταία χρόνια, αστυνομικοί έχουν σκοτώσει σε όλη τη χώρα πάνω από 5.000 ανθρώπους, στην πλειοψηφία τους μη λευκούς και άοπλους. Οι αστυνομικοί που ανοίγουν πυρ είναι συχνά Αφροαμερικανοί. Δεν είναι λοιπόν ρατσισμός, είναι ενσωμάτωση των κανόνων του παιχνιδιού.
Τη δεκαετία του ’80 και του ’90, όταν ήμουν αστυνομικός, είχαμε την υποχρέωση να κατοικούμε στην πόλη όπου εργαζόμασταν. Τα συνδικάτα κατάφεραν οι αστυνομικοί να μπορούν να κατοικούν αλλού, με το επιχείρημα ότι έτσι θα ήταν λιγότερο ευάλωτοι σε αντίποινα για τις συλλήψεις. Αυτό δεν θα αποτελούσε όμως πρόβλημα αν οι αστυνομικοί αντιμετωπίζονταν ως στηρίγματα της κοινότητας, και όχι ως εξωτερικοί παράγοντες, ως ξένοι, ως εχθροί.
(*) Ο Τζέιμς Νόλαν είναι πρώην αστυνομικός, πρώην πράκτορας του FBI, και νυν καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Βιρτζίνια
(Πηγές: ΑΜΠΕ, συνέντευξη στη Libération)